Το μυστήριο των δύο φύλων κατά την Αγία Γραφή και την ορθόδοξη Πατερική Διδαχή
Μαρία Ζαφείρη
Η βιβλική αποκάλυψη διαφωτίζει απόλυτα το πρώτο και μεγάλο μυστήριο της προέλευσης του ανθρώπου. Καταργώντας όλους τους αρχαίους μύθους και υπερβαίνοντας κάθε φιλοσοφική σκέψη και διδαχή, διακηρύττει ότι ο άνθρωπος είναι έργο του Ενός και Μοναδικού Θεού: «Ειπεν ο Θεός ποιήσωμεν ανθρωπον» (Γεν. α΄ 26). Ο άνθρωπος δεν είναι ούτε αιώνιος και αυθύπαρκτος ούτε δημιούργημα της τύχης ή κάποιας άγνωστης και σκοτεινής δύναμης (του κακού).
Ο άνθρωπος είναι «λίαν καλό» (Γεν. α΄) δημιούργημα του Ενός και αληθινού Θεού.
Ο άνθρωπος, τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα, δημιουργήθηκαν μέσα στο Φως και στη δημιουργία τους δεν υπάρχει τίποτε το σκοτεινό ή κρυμμένο.
Ο άνθρωπος, κατά τη βιβλική αποκάλυψη, είναι ένα καθαρό, ιερό και θείο δημιούργημα και στην ψυχοσωματική ύπαρξη, τόσο του άνδρα όσο και της γυναίκας, δεν υπάρχει τίποτε το ακάθαρτο ή βέβηλο.
1. Το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο.
Το γενικό συμπέρασμα των βιβλικών δεδομένων, τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης, είναι ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε επί τη βάσει ενός Προαιωνίου Σχεδίου του Θεού.
Το θεϊκό αυτό Σχέδιο αναφέρεται τόσο στα κίνητρα που ώθησαν τον Θεό να δημιουργήσει τον άνθρωπο όσο και στη φύση και τον σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης.
Τα σπουδαιότερα στοιχεία του Θεϊκού Σχεδίου για τον άνθρωπο είναι τα εξής:
α) Ο άνθρωπος δημιούργημα της αγάπης του Θεού:
Οι άγιοι πατέρες, με βάση τη βιβλική αποκάλυψη και ιδιαίτερα υπό το φως της Κ. Διαθήκης διδάσκουν ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα της άπειρης αγάπης του ενός και τριαδικού Θεού, που είναι «Θεός αγάπης» (Α΄ Ιωάν. δ:16).
Η θεϊκή αγάπη λειτουργεί σαν ένα κύκλωμα (ρεύμα), το οποίο συνδέει και ενώνει μεταξύ τους τα τρία πρόσωπα της μιας θεότητας, τον Θεό Πατέρα, ύστερα κατευθύνεται προς το δεύτερο πρόσωπο της θεότητας, τον Υιό και Λόγο και στη συνέχεια διοχετεύεται προς το τρίτο πρόσωπο της θεότητας, το Άγιο Πνεύμα, από το οποίο επιστρέφει ξανά στην Πηγή της!
Το άχρονο και αιώνιο αυτό κύκλωμα της αγάπης του τριαδικού Θεού, εν χρόνω («εν αρχ?η») διευρύνθηκε και άρχισε να απλώνεται και έξω από την ύπαρξη της θεότητας.
Στο ιερό κείμενο της Γένεσης, η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, ειδικότερα, δηλώνεται με τον διαφορετικό τρόπο της δημιουργίας του. Ο κόσμος και όλα τα άλλα κτίσματα δημιουργήθηκαν με ένα και μόνο πρόσταγμα του Θεού: «γενηθήτω φως» ή «γενηθήτω στερέωμα» (Γεν. α:3,6). Προκειμένου όμως για τη δημιουργία του ανθρώπου γίνεται ειδική σύσκεψη της Τριαδικής Θεότητας.
Όλα αυτά μαρτυρούν για την κεντρική ιδέα του βιβλικού κειμένου που είναι η εξής: « Ο Θεός ενεργων εξ αγάπης δημιουργει εν χρόν?ω τόν ανθρωπον αποβλέπων εις τήν αιωνίαν μακαριότητα του προσωπικου τούτου δημιουργήματος».
β) Ο άνθρωπος δημιούργημα της ελεύθερης και ομόφωνης απόφασης της Τριαδικής Θεότητας:
Ο άνθρωπος δεν είναι δημιούργημα κάποιας «ανάγκης» του Θεού.
Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο με την ελεύθερη πρωτοβουλία της αγάπης του και με ομόφωνη απόφαση των τριών Προσώπων της θεότητας.
γ) Η δημιουργία των δύο φύλων, ο διαπροσωπικός χαρακτήρας της μιας ανθρώπινης φύσης και πιο συγκεκριμένα, η δημιουργία του άνδρα και της γυναίκας ήταν μέρος της προαιώνιας απόφασης του Τριαδικού Θεού και του σοφού Σχεδίου Του.
Λέγει χαρακτηριστικά στο Γεν. α:26 «Ειπεν ο Θεός· ποιήσωμεν ανθρωπον κατ εικόναν ημετέραν καί καθ ομοίωσιν καί αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης …»
Στον βασικό αυτό στίχο παρατηρούμε τα εξής αξιόλογα και αξιοπρόσεκτα:
Στην αρχή του στίχου, ο Θεός ομιλεί για τη δημιουργία της μιας ανθρώπινης φύσης «ποιήσωμεν ανθρωπον» (=ενικός αριθμός). Στη συνέχεια όμως αναφέρεται στον διαπροσωπικό χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης: «ποιήσωμεν ανθρωπον κατ εικόναν ημετέραν», δηλαδή σύμφωνα με την εικόνα της μιας θεϊκής φύσης που διακρίνεται σε τρία θεϊκά Πρόσωπα. Και τέλος κάνει σαφή αναφορά στα δύο πρόσωπα της μιας ανθρώπινης φύσης, στον άνδρα και τη γυναίκα: «καί αρχέτωσαν» (πληθυντικός αριθμός, ενώ το πρώτο αντικείμενο του στίχου αυτού είναι στον ενικό αριθμό: «ποιήσωμεν ανθρωπον»)!
Στον ίδιον επίσης στίχο δηλώνεται σαφώς ότι σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο του Θεού και τα δύο φύλα επρόκειτο να δημιουργηθούν «κατ εικόνα Θεου»: «Ποιήσωμεν ανθρωπον κατ εικόνα ημετέραν· καί αρχέτωσαν». Η βιβλική αυτή διδαχή μαρτυρεί ότι και ο άνδρας και η γυναίκα έχουν το ίδιο εικονικό Αρχέτυπο, που σημαίνει ότι η προαιώνια απόφαση του Θεού ήταν και τα δύο φύλα να έχουν την ίδια κλήση και φορά προς την τελειότητα και πληρότητα της ανθρώπινης φύσης.
2. Τα δύο Αρχέτυπα ή Πρότυπα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στην ορθόδοξη πατερική ανθρωπολογία, ο λόγος για τα Αρχέτυπα του ανθρώπου είναι πλούσιος και ανεξάντλητος. Εξετάζοντας τα σχετικά στοιχεία που βρίσκονται διάσπαρτα στο ογκώδες και διαχρονικό έργο των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας και των εκκλησιαστικών συγγραφέων γενικότερα διαπιστώνουμε ότι η Ορθόδοξη ανθρωπολογία δέχεται δύο Αρχέτυπα του ανθρώπου: το Χριστολογικό και το Τριαδικό Αρχέτυπο.
Και η μεν διδαχή για το Χριστολογικό αρχέτυπο αναφέρεται κυρίως στην κλήση και το σκοπό που έχουν όλοι οι άνθρωποι -άνδρες και γυναίκες- να κατακτήσουν την ενότητα της μιας ενιαίας και αδιαίρετης ανθρώπινης φύσης. Η διδαχή για το τριαδικό αρχέτυπο αναφέρεται σαφώς στο διαπροσωπικό και κοινωνικό χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης και ειδικότερα στην κλήση και το σκοπό που έχουν τα δύο ανθρώπινα φύλα, ο άνδρας και η γυναίκα να κατακτήσουν την τελείωση και ολοκλήρωσή τους.
α) Το Χριστολογικό Αρχέτυπο του ανθρώπου.
Στην προαιώνια σύσκεψη της τριαδικής Θεότητας, δεν αποφασίσθηκε μόνο η δημιουργία του ανθρώπου, αλλά καθορίστηκε και το πρότυπό του. Ο Θεός, σαν ένας καλλιτέχνης, όχι μόνο αποφάσισε να δημιουργήσει την κορυφαία κτιστή ύπαρξη, τον άνθρωπο, αλλά διάλεξε και το «μοντέλο», το πρότυπό του. Το σχετικό βιβλικό κείμενο στο σημείο αυτό είναι απόλυτα σαφές: «Ειπεν ο Θεός· ποιήσωμεν ανθρωπον κατ εικόνα ημετέραν»! Η πρώτη σημασία της έκφρασης «κατ εικόνα» έχει ακριβώς την έννοια του «μοντέλου», το οποίο οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «αρχέτυπον».
Το πρώτο λοιπόν και ενδιαφέρον στοιχείο που πρέπει ιδιαίτερα να προσέξουμε είναι ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε επί τη βάσει ενός αρχετύπου ή πρωτοτύπου.
Ένα δεύτερο σημείο που πρόσεξε από πολύ νωρίς η θεολογική σκέψη είναι το γεγονός ότι το βιβλικό κείμενο δεν λέγει ότι ο άνθρωπος είναι η εικόνα του Θεού, αλλά ότι ο Θεός αποφάσισε να δημιουργήσει τον άνθρωπο κατά την εικόνα του, ομόφωνα δε διατυπώθηκε η άποψη ότι εικόνα του Θεού είναι ο Υιός και Λόγος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας: « Ος (Χριστός), εστιν εικών του Θεου του αοράτου» (Κολ. α:15), γράφει ο απόστολος Παύλος.
Η θεϊκή επομένως απόφαση να δημιουργηθεί ο άνθρωπος «κατ εικόνα Θεου» σημαίνει ότι ο Χριστός είναι το προαιώνιο Αρχέτυπο ή Πρότυπο του ανθρώπου: «Πατρός εικόνα, ο Θεός Λόγος, ου κατ εικόνα γέγονεν ο ανθρωπος» λέγει χαρακτηριστικά ο Μ. Αθανάσιος.
Το ότι ο Χριστός υπήρξε ιστορικό πρόσωπο, που έζησε μετά τη δημιουργία του πρώτου ανθρώπου δεν αναιρεί την πατερική αυτή διδαχή, διότι ολόκληρη η δημιουργία του Θεού πρέπει να θεωρείται πάντοτε μέσα στα πλαίσια της υπέρχρονης και αιώνιας πραγματικότητας του Θεού. Βαρυσήμαντη για το θέμα αυτό είναι η δήλωση του ιερού Χρυσοστόμου: «Πρωτον ετυπώθη τά κατά τήν σάρκα του Χριστου καί ... τότε Αδάμ επλάσθη». Στην πατερική αυτή διδαχή βασίζεται και η ωραία διατύπωση του π. Ευδοκίμωφ: «πάνω από τη δυνατή καμπύλη της πτώσεως, ο Θεός σαν γλύπτης χάραξε το ανθρώπινο πρότυπο, βλέποντας στη σοφία του την ουράνια και αιώνια ανθρωπότητα του Χριστού»! Ο δε π. Γιέβτιτς υποστηρίζει ότι «Αυτόν (τόν Χριστόν) ως Θεόν Λόγον εβλεπε ο Αδάμ εις τόν Παράδεισον.»
Εφόσον λοιπόν ο Χριστός υπήρξεν το προαίωνιο αρχέτυπο του ανθρώπου, αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός φανέρωσε και πραγμάτωσε στο ακέραιο τον προαιώνιο σκοπό του ανθρώπου και με τον τρόπο αυτό απέδειξε ότι αποτελεί όντως, το αρχέτυπο του τελείου και ολοκληρωμένου ανθρώπου. Για να διακριβώσουμε επομένως τον σκοπό του ανθρώπου δεν έχουμε παρά να σπουδάσουμε το Χριστολογικό του αρχέτυπο, τον Χριστό, ο Οποίος υλοποίησε και πραγμάτωσε πλήρως και απολύτως τον σκοπό αυτό.
Ο σκοπός του ανθρώπου κατά το Χριστολογικό του Αρχέτυπο
Ο Άγιος Μάξιμος διδάσκει ότι το όλο έργο της δημιουργίας του Θεού είναι γεμάτο αντιθέσεις και διαιρέσεις. Πιο συγκεκριμένα κατά τον άγιο Μάξιμο, υπάρχουν πέντε διαιρέσεις: 1) η διαίρεση της ανθρώπινης φύσης (άρσεν - θήλυ) 2) η διαίρεση της γης (παράδεισος - οικουμένη) 3) η διαίρεση της αισθητής φύσης (γη - ουρανός) 4) η διαίρεση της κτιστής φύσης (νοητά - αισθητά) και 5) η διαίρεση ανάμεσα στον Κτίστη και την κτίση.
Σύμφωνα λοιπόν με την μεγαλοφυή αυτή ιδέα του αγίου Μάξιμου, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε με την κλήση και το σκοπό να συγκεντρώσει το σύνολο του κτιστού κόσμου κα να τον ενώσει με τον Κτίστη και Δημιουργό του. Προς τον σκοπό αυτό έπρεπε, κατ’ αρχήν, να υπερβεί και καταργήσει την πρώτη διαίρεση της δικής του φύσης, δηλαδή τη διάκριση σε δύο φύλα (άρσεν - θήλυ), επιτυγχάνοντας έτσι την ενότητα της μιας και αδιαίρετης ανθρώπινης φύσης. Στη συνέχεια έπρεπε να ενώσει τον παράδεισο με τη γη, να μεταμορφώσει δηλαδή, ολόκληρη τη γη σε παράδεισο. Ακολούθως, έπρεπε να καταργήσει την τρίτη διαίρεση της κτιστής φύσης σε γη και ουρανό, να καταργήσει δηλαδή τις αποστάσεις όχι μόνο για το πνεύμα του, αλλά και για το σώμα του, ενώνοντας τη γη με τον ουρανό, το σύνολο επομένως του αισθητού σύμπαντος. Την τέταρτη διαίρεση σε νοητά και αισθητά έπρεπε να καταργήσει, υπερβαίνοντας τα όρια του αισθητού κόσμου και εισδύοντας στο νοητό σύμπαν, τον αγγελικό δηλαδή κόσμο. Τέλος, μη έχοντας έξω από τον εαυτό του παρά μόνο τον Θεό, θα έμενε στον άνθρωπο η κατάργηση της πέμπτης διαίρεσης, η ένωση δηλαδή του ανθρώπου με τον Θεό και με τον τρόπο αυτό να δοθεί σ’ Αυτόν ολοκληρωτικά, με μια ορμή αγάπης, αποθέτοντας σ’ Αυτόν ολοκληρωτικά το σύμπαν, συγκεντρωμένο στην ανθρώπινη ύπαρξη. Τότε ο Θεός θα χάριζε στον άνθρωπο, κατά χάριν, αυτό που Εκείνος κατέχει εκ φύσεως, δηλαδή τη θέωση!
Σύμφωνα λοιπόν με τα βασικά σημεία του έργου του Χριστού, ως αρχέτυπου του ανθρώπου και την αντίστοιχη ιδέα του αγίου Μαξίμου, μπορούμε να πούμε ότι ο γενικός και οι επί μέρους σκοποί του ανθρώπου είναι οι εξής πέντε:
α) Η υπέρβαση της διάκρισης των δύο φύλων. Ο Χριστός με τη σύλληψή του «εκ Πνεύματος Αγίου» και τη γέννησή του από την Παρθένο Μαρία, κατάργησε τη διάκριση της ανθρώπινης φύσης σε άρσεν και θήλυ. Βέβαια ο Χριστός γεννήθηκε ως αρσενικός άνθρωπος, προσέλαβε δηλαδή την ανδρική ύπαρξη της ανθρώπινης φύσης, γι’ αυτό και το θεϊκό του πρόσωπο, στη θεολογική γλώσσα, λέγεται «θεανδρικό» (=Θεός και άνδρας). Ο Χριστός όμως, ενώνοντας στο θεϊκό πρόσωπό του την αρσενική ανθρώπινη ύπαρξη, «εξετίναξε» όπως λένε οι Πατέρες, τη διάκριση των δύο φύλων. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός, στο θεανδρικό πρόσωπό του είχε υπερβεί και καταργήσει τη διάκριση του αρσενικού και θηλυκού στοιχείου και με τον τρόπο αυτό αποκατέστησε την ενότητα και ακεραιότητα της μιας, ενιαίας και αδιαίρετης ανθρώπινης φύσης.
Ο Χριστός επομένως εφανέρωσε στο πρόσωπό του το βαθύτατο και αληθινό αρχέτυπο της μιας ανθρώπινης φύσης, που είναι κοινό και για τα δύο φύλα, ελεύθερο από τα ιδιώματα του αρσενικού και θηλυκού. Η υπέρβαση βέβαια αυτή του αρσενικού και θηλυκού στοιχείου στο πρόσωπο του Χριστού δεν ήταν σωματική, αλλά πνευματική, όπως διδάσκουν οι Πατέρες. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο πρώτος επί μέρους σκοπός του ανθρώπου είναι η υπέρβαση της διάκρισης των δύο φύλων, η αποκατάσταση δηλαδή της ενότητας της μιας ενιαίας και αδιαίρετης φύσης. Και η μεν υπέρβαση της διάκρισης των φύλων είναι σκοπός που καλείται ο άνθρωπος να πετύχει μέσα στα ιστορικά πλαίσια της ζωής αυτής δια του Γάμου ή της Παρθενίας. Η κατάργηση όμως των φύλων είναι εσχατολογική δημιουργική πράξη του Θεού.
β) Η μεταμόρφωση της γης: Ο Χριστός, με τον Σταυρό του, ένωσε τον Παράδεισο με τη γήινη πραγματικότητα: « Αμήν, αμήν» είπε στο ληστή, «σήμερον μετ εμου εσ?η εν τ?ω παραδείσ?ω». Και η Μεταμόρφωσή του στο όρος Θαβώρ ήταν η προαγγελία της μεταμόρφωσης και ανακαίνισης της γης και του κόσμου ολόκληρου.
Ο δεύτερος επομένως σκοπός του ανθρώπου, που συνδέεται άμεσα και με την πρώτη εντολή που έδωσε ο Θεός στον Αδάμ - «εργάζεσθαι αυτόν (τόν Παράδεισο) και φυλάσσειν» - είναι η προσπάθειά του για την μεταμόρφωση της γης και την ολοκληρωτική μεταβολή της σε Παράδεισο. Ο σκοπός αυτός αναφέρεται ασφαλώς και σε όλες τις δημιουργικές και πολιτιστικές προσπάθειες τις οποίες πρέπει ο άνθρωπος να κάνει μέσα στην ιστορία για την μεταμόρφωση της γης σε Παράδεισο.
γ) Η ενοποίηση του σύμπαντος: Ο Χριστός, με την Ανάληψή του ένωσε τη γη με τις ουράνιες σφαίρες, τον αισθητό ουρανό. Ο τρίτος λοιπόν σκοπός του ανθρώπου αναφέρεται ασφαλώς σ’ ολόκληρο το κοσμικό σύμπαν. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος αποκτά κοσμικές διαστάσεις, καθώς ο ρόλος του επεκτείνεται πολύ πιο πέρα και έξω από τα παεριορισμένα όρια του πλανήτη της γης.
δ) Η ένωση του νοητού και αισθητού κόσμου: Ο Χριστός, εισδύοντας με την Ανάληψή του στον πνευματικό κόσμο των αγίων αγγέλων, ένωσε τον νοητό και αισθητό κόσμο.
Ένας τέταρτος λοιπόν σκοπός που έχει ο άνθρωπος είναι η ένωση του ορατού και αοράτου αγγελικού κόσμου. Οι άγγελοι όπως και οι άνθρωποι είναι κτίσματα και δημιουργήματα του ίδιου Θεού. Οι δύο όμως αυτοί κόσμοι υπάρχουν και ζουν σε διαφορετικές καταστάσεις και διαστάσεις. Γι’ αυτό ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο τον μεγαλειώδη αυτό στόχο, να καταργήσει τις διαχωριστικές καταστάσεις και να ενώσει τους δύο αυτούς κόσμους.
ε) Η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό (θέωση): Ένα άλλο βασικό σημείο του έργου του Χριστού, ως αρχέτυπου του ανθρώπου, ήταν η αποκατάσταση της ενότητας ανάμεσα στον Θεό και τον κτιστό κόσμο, καθώς στο θεανδρικό πρόσωπό του ένωσε τον Κτίστη με τα κτίσματα και παρουσίασε στον Θεό Πατέρα ενωμένο το σύνολο του κόσμου, τον κτιστό και τον άκτιστο. Ο Χριστός επίσης την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε στο θεϊκό πρόσωπό του, την θέωσε «ασυγχύτως, ατρέπτως καί αδιαιρέτως» (Όρος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου), με τη θεία φύση. Αποτέλεσμα δε της υποστατικής αυτής ένωσης των δύο φύσεων ήταν η θέωση της ανθρώπινης φύσης.
Ο πέμπτος, επομένως και τελευταίος σκοπός του ανθρώπου είναι η ένωση της κτιστής δημιουργίας με τον Δημιουργό της. «Ο Θεός, ανάμεσα στον κόσμο και τον εαυτό του τοποθέτησε τον άνθρωπο, στον οποίο ανέθεσε το ρόλο του μεσολαβητή, του μεσίτη και του οδηγητή. Ο άνθρωπος δηλαδή, τοποθετημένος ενώπιον του Θεού και μεταξύ Θεού και κόσμου έχει ως κλήση και αποστολή να υψώσει και να οδηγήσει την υλική κτίση στην πηγή της ενότητας και τελειότητας όλων των δημιουργημάτων, τον Θεό. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος έχει την κλήση να είναι ο ιερεύς του κόσμου που θα οδηγεί και θα προσφέρει την υλική δημιουργία στο Δημιουργό της».
Ειδικότερα, ο τελικός σκοπός του ανθρώπου είναι η ένωσή του με τον Θεό. Η πορεία του από το «κατ εικόνα» στην Εικόνα, ηα ανέλιξη δηλαδή και τελική ύψωση του ανθρώπου προς το αρχέτυπό του. Η κίνηση του ανθρώπου από το «κατ εικόνα» στό «καθ ομοίωσιν» που σημαίνει ότι ο τελικός σκοπός του ανθρώπου είναι η ένωσή του με τον Θεό, η θέωσή του.
Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος έχει την κλήση να ενώσει την κτιστή ύπαρξή του με την άκτιστη θεϊκή ύπαρξη. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει σκοπό να ενώσει τις δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεία, «ασυγχύτως, ατρέπτως και αδιαιρέτως», σύμφωνα με το προαιώνιο Αρχέτυπό του, τον Χριστό και να γίνει έτσι «θεάνθρωπος», ένας κτιστός θεός, ένας θεός «κατά χάριν» όπως λένε οι Πατέρες, ενωμένος με τον «κατά φύσιν» Θεό! Αυτό άλλωστε είναι το νόημα και το περιεχόμενο της θέωσης: «Θέωσης εστιν η πρός τόν Θεόν, ως εφικτόν, αφομοίωσίς τε και \ενωσις».
Η θέωση αυτή, ως ένωση του ανθρώπου με τον Θεό προϋποθέτει τη συνεργασία των δύο θελήσεων, του ανθρώπου και του Θεού. Η συνεργασία αυτή είναι απαραίτητη για να φθάσει ο άνθρωπος στην ένωση του κτιστού και ακτίστου. Είναι χαρακτηριστόν, ότι η μεν θέληση του Θεού είναι δεδομένη, ο Θεός δηλαδή προσφέρει ελεύθερα στον άνθρωπο τη δύναμη και τη χάρη του. Εκείνο που χρειάζεται είναι να εκφραστεί ελεύθερα και η θέληση του ανθρώπου, ώσστε να δεχθεί τη χάρη του Θεού και να την αφήσει να εισδύσει ολοκλητωτικά.