Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Το μυστήριο των δύο φύλων κατά την Αγία Γραφή και την ορθόδοξη Πατερική Διδαχή

Μαρία Ζαφείρη

Η βι­βλι­κή α­πο­κά­λυ­ψη δια­φω­τί­ζει α­πό­λυ­τα το πρώ­το και με­γά­λο μυ­στή­ριο της προ­έ­λευ­σης του αν­θρώ­που. Κα­ταρ­γώ­ντας ό­λους τους αρ­χαί­ους μύ­θους και υ­περ­βαί­νο­ντας κά­θε φι­λο­σο­φι­κή σκέ­ψη και δι­δα­χή, δια­κη­ρύτ­τει ό­τι ο άν­θρω­πος εί­ναι έρ­γο του Ε­νός και Μο­να­δι­κού Θε­ού: «Ει­πεν ο Θε­ός ποι­ή­σω­μεν αν­θρω­πον» (Γεν. α΄ 26). Ο άν­θρω­πος δεν εί­ναι ού­τε αιώ­νιος και αυ­θύ­παρ­κτος ού­τε δη­μιούρ­γη­μα της τύ­χης ή κά­ποιας ά­γνω­στης και σκο­τει­νής δύ­να­μης (του κα­κού).

Ο άν­θρω­πος εί­ναι «λί­αν κα­λό» (Γεν. α΄) δη­μιούρ­γη­μα του Ε­νός και α­λη­θι­νού Θε­ού.

Ο άν­θρω­πος, τό­σο ο άν­δρας ό­σο και η γυ­ναί­κα, δη­μιουρ­γή­θη­καν μέ­σα στο Φως και στη δη­μιουρ­γί­α τους δεν υ­πάρ­χει τί­πο­τε το σκο­τει­νό ή κρυμ­μέ­νο.

Ο άν­θρω­πος, κα­τά τη βι­βλι­κή α­πο­κά­λυ­ψη, εί­ναι έ­να κα­θα­ρό, ιε­ρό και θεί­ο δη­μιούρ­γη­μα και στην ψυ­χο­σω­μα­τι­κή ύ­παρ­ξη, τό­σο του άν­δρα ό­σο και της γυ­ναί­κας, δεν υ­πάρ­χει τί­πο­τε το α­κά­θαρ­το ή βέ­βη­λο.

1. Το προ­αιώ­νιο σχέ­διο του Θε­ού για τον άν­θρω­πο.

Το γε­νι­κό συ­μπέ­ρα­σμα των βι­βλι­κών δε­δο­μέ­νων, τό­σο της Πα­λαιάς ό­σο και της Και­νής Δια­θή­κης, εί­ναι ό­τι ο άν­θρω­πος δη­μιουρ­γή­θη­κε ε­πί τη βά­σει ε­νός Προ­αιω­νί­ου Σχε­δί­ου του Θε­ού.

Το θε­ϊ­κό αυ­τό Σχέ­διο α­να­φέ­ρε­ται τό­σο στα κί­νη­τρα που ώ­θη­σαν τον Θε­ό να δη­μιουρ­γή­σει τον άν­θρω­πο ό­σο και στη φύ­ση και τον σκο­πό της αν­θρώ­πι­νης ύ­παρ­ξης.

Τα σπου­δαιό­τε­ρα στοι­χεί­α του Θε­ϊ­κού Σχε­δί­ου για τον άν­θρω­πο εί­ναι τα ε­ξής:

α) Ο άν­θρω­πος δη­μιούρ­γη­μα της α­γά­πης του Θε­ού:

Οι ά­γιοι πα­τέ­ρες, με βά­ση τη βι­βλι­κή α­πο­κά­λυ­ψη και ι­διαί­τε­ρα υ­πό το φως της Κ. Δια­θή­κης δι­δά­σκουν ό­τι ο άν­θρω­πος εί­ναι δη­μιούρ­γη­μα της ά­πει­ρης α­γά­πης του ε­νός και τρια­δι­κού Θε­ού, που εί­ναι «Θε­ός α­γά­πης» (Α΄ Ιω­άν. δ:16).

Η θε­ϊ­κή α­γά­πη λει­τουρ­γεί σαν έ­να κύ­κλω­μα (ρεύ­μα), το ο­ποί­ο συν­δέ­ει και ε­νώ­νει με­τα­ξύ τους τα τρί­α πρό­σω­πα της μιας θε­ό­τη­τας, τον Θε­ό Πα­τέ­ρα, ύστε­ρα κα­τευ­θύ­νε­ται προς το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της θε­ό­τη­τας, τον Υ­ιό και Λό­γο και στη συ­νέ­χεια διο­χε­τεύ­ε­ται προς το τρί­το πρό­σω­πο της θε­ό­τη­τας, το Ά­γιο Πνεύ­μα, α­πό το ο­ποί­ο ε­πι­στρέ­φει ξα­νά στην Πη­γή της!

Το ά­χρο­νο και αιώ­νιο αυ­τό κύ­κλω­μα της α­γά­πης του τρια­δι­κού Θε­ού, εν χρό­νω («εν αρ­χ?η») διευ­ρύν­θη­κε και άρ­χι­σε να α­πλώ­νε­ται και έ­ξω α­πό την ύ­παρ­ξη της θε­ό­τη­τας.

Στο ιε­ρό κεί­με­νο της Γέ­νε­σης, η α­γά­πη του Θε­ού για τον άν­θρω­πο, ει­δι­κό­τε­ρα, δη­λώ­νε­ται με τον δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο της δη­μιουρ­γί­ας του. Ο κό­σμος και ό­λα τα άλ­λα κτί­σμα­τα δη­μιουρ­γή­θη­καν με έ­να και μό­νο πρό­σταγ­μα του Θε­ού: «γε­νη­θή­τω φως» ή «γε­νη­θή­τω στε­ρέ­ω­μα» (Γεν. α:3,6). Προ­κει­μέ­νου ό­μως για τη δη­μιουρ­γί­α του αν­θρώ­που γί­νε­ται ει­δι­κή σύ­σκε­ψη της Τρια­δι­κής Θε­ό­τη­τας.

Ό­λα αυ­τά μαρ­τυ­ρούν για την κε­ντρι­κή ι­δέ­α του βι­βλι­κού κει­μέ­νου που εί­ναι η ε­ξής: « Ο Θε­ός ε­νερ­γων εξ α­γά­πης δη­μιουρ­γει εν χρόν?ω τόν αν­θρω­πον α­πο­βλέ­πων εις τήν αιω­νί­αν μα­κα­ριό­τη­τα του προ­σω­πι­κου τού­του δη­μιουρ­γή­μα­τος».

β) Ο άν­θρω­πος δη­μιούρ­γη­μα της ε­λεύ­θε­ρης και ο­μό­φω­νης α­πό­φα­σης της Τρια­δι­κής Θε­ό­τη­τας:

Ο άν­θρω­πος δεν εί­ναι δη­μιούρ­γη­μα κά­ποιας «α­νά­γκης» του Θε­ού.

Ο Θε­ός δη­μιούρ­γη­σε τον άν­θρω­πο με την ε­λεύ­θε­ρη πρω­το­βου­λί­α της α­γά­πης του και με ο­μό­φω­νη α­πό­φα­ση των τριών Προ­σώ­πων της θε­ό­τη­τας.

γ) Η δη­μιουρ­γί­α των δύ­ο φύ­λων, ο δια­προ­σω­πι­κός χα­ρα­κτή­ρας της μιας αν­θρώ­πι­νης φύ­σης και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, η δη­μιουρ­γί­α του άν­δρα και της γυ­ναί­κας ή­ταν μέ­ρος της προ­αιώ­νιας α­πό­φα­σης του Τρια­δι­κού Θε­ού και του σο­φού Σχε­δί­ου Του.

Λέ­γει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στο Γεν. α:26 «Ει­πεν ο Θε­ός· ποι­ή­σω­μεν αν­θρω­πον κατ ει­κό­ναν η­με­τέ­ραν καί καθ ο­μοί­ω­σιν καί αρ­χέ­τω­σαν των ι­χθύ­ων της θα­λάσ­σης …»

Στον βα­σι­κό αυ­τό στί­χο πα­ρα­τη­ρού­με τα ε­ξής α­ξιό­λο­γα και α­ξιο­πρό­σε­κτα:

Στην αρ­χή του στί­χου, ο Θε­ός ο­μι­λεί για τη δη­μιουρ­γί­α της μιας αν­θρώ­πι­νης φύ­σης «ποι­ή­σω­μεν αν­θρω­πον» (=ε­νι­κός α­ριθ­μός). Στη συ­νέ­χεια ό­μως α­να­φέ­ρε­ται στον δια­προ­σω­πι­κό χα­ρα­κτή­ρα της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης: «ποι­ή­σω­μεν αν­θρω­πον κατ ει­κό­ναν η­με­τέ­ραν», δη­λα­δή σύμ­φω­να με την ει­κό­να της μιας θε­ϊ­κής φύ­σης που δια­κρί­νε­ται σε τρί­α θε­ϊ­κά Πρό­σω­πα. Και τέ­λος κά­νει σα­φή α­να­φο­ρά στα δύ­ο πρό­σω­πα της μιας αν­θρώ­πι­νης φύ­σης, στον άν­δρα και τη γυ­ναί­κα: «καί αρ­χέ­τω­σαν» (πλη­θυ­ντι­κός α­ριθ­μός, ε­νώ το πρώ­το α­ντι­κεί­με­νο του στί­χου αυ­τού εί­ναι στον ε­νι­κό α­ριθ­μό: «ποι­ή­σω­μεν αν­θρω­πον»)!

Στον ί­διον ε­πί­σης στί­χο δη­λώ­νε­ται σα­φώς ό­τι σύμ­φω­να με το προ­αιώ­νιο σχέ­διο του Θε­ού και τα δύ­ο φύ­λα ε­πρό­κει­το να δη­μιουρ­γη­θούν «κατ ει­κό­να Θε­ου»: «Ποι­ή­σω­μεν αν­θρω­πον κατ ει­κό­να η­με­τέ­ραν· καί αρ­χέ­τω­σαν». Η βι­βλι­κή αυ­τή δι­δα­χή μαρ­τυ­ρεί ό­τι και ο άν­δρας και η γυ­ναί­κα έ­χουν το ί­διο ει­κο­νι­κό Αρ­χέ­τυ­πο, που ση­μαί­νει ό­τι η προ­αιώ­νια α­πό­φα­ση του Θε­ού ή­ταν και τα δύ­ο φύ­λα να έ­χουν την ί­δια κλή­ση και φο­ρά προς την τε­λειό­τη­τα και πλη­ρό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης.

2. Τα δύ­ο Αρ­χέ­τυ­πα ή Πρό­τυ­πα της αν­θρώ­πι­νης ύ­παρ­ξης.

Στην ορ­θό­δο­ξη πα­τε­ρι­κή αν­θρω­πο­λο­γί­α, ο λό­γος για τα Αρ­χέ­τυ­πα του αν­θρώ­που εί­ναι πλού­σιος και α­νε­ξά­ντλη­τος. Ε­ξε­τά­ζο­ντας τα σχε­τι­κά στοι­χεί­α που βρί­σκο­νται διά­σπαρ­τα στο ο­γκώ­δες και δια­χρο­νι­κό έρ­γο των θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων της Εκ­κλη­σί­ας και των εκ­κλη­σια­στι­κών συγ­γρα­φέ­ων γε­νι­κό­τε­ρα δια­πι­στώ­νου­με ό­τι η Ορ­θό­δο­ξη αν­θρω­πο­λο­γί­α δέ­χε­ται δύ­ο Αρ­χέ­τυ­πα του αν­θρώ­που: το Χρι­στο­λο­γι­κό και το Τρια­δι­κό Αρ­χέ­τυ­πο.

Και η μεν δι­δα­χή για το Χρι­στο­λο­γι­κό αρ­χέ­τυ­πο α­να­φέ­ρε­ται κυ­ρί­ως στην κλή­ση και το σκο­πό που έ­χουν ό­λοι οι άν­θρω­ποι -άν­δρες και γυ­ναί­κες- να κα­τα­κτή­σουν την ε­νό­τη­τα της μιας ε­νιαί­ας και α­διαί­ρε­της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Η δι­δα­χή για το τρια­δι­κό αρ­χέ­τυ­πο α­να­φέ­ρε­ται σα­φώς στο δια­προ­σω­πι­κό και κοι­νω­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης και ει­δι­κό­τε­ρα στην κλή­ση και το σκο­πό που έ­χουν τα δύ­ο αν­θρώ­πι­να φύ­λα, ο άν­δρας και η γυ­ναί­κα να κα­τα­κτή­σουν την τε­λεί­ω­ση και ο­λο­κλή­ρω­σή τους.

α) Το Χρι­στο­λο­γι­κό Αρ­χέ­τυ­πο του αν­θρώ­που.

Στην προ­αιώ­νια σύ­σκε­ψη της τρια­δι­κής Θε­ό­τη­τας, δεν α­πο­φα­σί­σθη­κε μό­νο η δη­μιουρ­γί­α του αν­θρώ­που, αλ­λά κα­θο­ρί­στη­κε και το πρό­τυ­πό του. Ο Θε­ός, σαν έ­νας καλ­λι­τέ­χνης, ό­χι μό­νο α­πο­φά­σι­σε να δη­μιουρ­γή­σει την κο­ρυ­φαί­α κτι­στή ύ­παρ­ξη, τον άν­θρω­πο, αλ­λά διά­λε­ξε και το «μο­ντέ­λο», το πρό­τυ­πό του. Το σχε­τι­κό βι­βλι­κό κεί­με­νο στο ση­μεί­ο αυ­τό εί­ναι α­πό­λυ­τα σα­φές: «Ει­πεν ο Θε­ός· ποι­ή­σω­μεν αν­θρω­πον κατ ει­κό­να η­με­τέ­ραν»! Η πρώ­τη ση­μα­σί­α της έκ­φρα­σης «κατ ει­κό­να» έ­χει α­κρι­βώς την έν­νοια του «μο­ντέ­λου», το ο­ποί­ο οι Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας ο­νο­μά­ζουν «αρ­χέ­τυ­πον».

Το πρώ­το λοι­πόν και εν­δια­φέ­ρον στοι­χεί­ο που πρέ­πει ι­διαί­τε­ρα να προ­σέ­ξου­με εί­ναι ό­τι ο άν­θρω­πος δη­μιουρ­γή­θη­κε ε­πί τη βά­σει ε­νός αρ­χε­τύ­που ή πρω­το­τύ­που.

Έ­να δεύ­τε­ρο ση­μεί­ο που πρό­σε­ξε α­πό πο­λύ νω­ρίς η θε­ο­λο­γι­κή σκέ­ψη εί­ναι το γε­γο­νός ό­τι το βι­βλι­κό κεί­με­νο δεν λέ­γει ό­τι ο άν­θρω­πος εί­ναι η ει­κό­να του Θε­ού, αλ­λά ό­τι ο Θε­ός α­πο­φά­σι­σε να δη­μιουρ­γή­σει τον άν­θρω­πο κα­τά την ει­κό­να του, ο­μό­φω­να δε δια­τυ­πώ­θη­κε η ά­πο­ψη ό­τι ει­κό­να του Θε­ού εί­ναι ο Υ­ιός και Λό­γος, το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της Α­γί­ας Τριά­δας: « Ος (Χρι­στός), ε­στιν ει­κών του Θε­ου του α­ο­ρά­του» (Κολ. α:15), γρά­φει ο α­πό­στο­λος Παύ­λος.

Η θε­ϊ­κή ε­πο­μέ­νως α­πό­φα­ση να δη­μιουρ­γη­θεί ο άν­θρω­πος «κατ ει­κό­να Θε­ου» ση­μαί­νει ό­τι ο Χρι­στός εί­ναι το προ­αιώ­νιο Αρ­χέ­τυ­πο ή Πρό­τυ­πο του αν­θρώ­που: «Πα­τρός ει­κό­να, ο Θε­ός Λό­γος, ου κατ ει­κό­να γέ­γο­νεν ο αν­θρω­πος» λέ­γει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ο Μ. Α­θα­νά­σιος.

Το ό­τι ο Χρι­στός υ­πήρ­ξε ι­στο­ρι­κό πρό­σω­πο, που έ­ζη­σε με­τά τη δη­μιουρ­γί­α του πρώ­του αν­θρώ­που δεν α­ναι­ρεί την πα­τε­ρι­κή αυ­τή δι­δα­χή, διό­τι ο­λό­κλη­ρη η δη­μιουρ­γί­α του Θε­ού πρέ­πει να θε­ω­ρεί­ται πά­ντο­τε μέ­σα στα πλαί­σια της υ­πέρ­χρο­νης και αιώ­νιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας του Θε­ού. Βα­ρυ­σή­μα­ντη για το θέ­μα αυ­τό εί­ναι η δή­λω­ση του ιε­ρού Χρυ­σο­στό­μου: «Πρω­τον ε­τυ­πώ­θη τά κα­τά τήν σάρ­κα του Χρι­στου καί ... τό­τε Α­δάμ ε­πλά­σθη». Στην πα­τε­ρι­κή αυ­τή δι­δα­χή βα­σί­ζε­ται και η ω­ραί­α δια­τύ­πω­ση του π. Ευ­δο­κί­μωφ: «πά­νω α­πό τη δυ­να­τή κα­μπύ­λη της πτώ­σε­ως, ο Θε­ός σαν γλύ­πτης χά­ρα­ξε το αν­θρώ­πι­νο πρό­τυ­πο, βλέ­πο­ντας στη σο­φί­α του την ου­ρά­νια και αιώ­νια αν­θρω­πό­τη­τα του Χρι­στού»! Ο δε π. Γιέβ­τιτ­ς υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι «Αυ­τόν (τόν Χρι­στόν) ως Θεόν Λό­γον ε­βλε­πε ο Α­δάμ εις τόν Πα­ρά­δει­σον.»

Ε­φό­σον λοι­πόν ο Χρι­στός υ­πήρ­ξεν το προ­αί­ω­νιο αρ­χέ­τυ­πο του αν­θρώ­που, αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι ο Χρι­στός φα­νέ­ρω­σε και πραγ­μά­τω­σε στο α­κέ­ραιο τον προ­αιώ­νιο σκο­πό του αν­θρώ­που και με τον τρό­πο αυ­τό α­πέ­δει­ξε ό­τι α­πο­τε­λεί ό­ντως, το αρ­χέ­τυ­πο του τε­λεί­ου και ο­λο­κλη­ρω­μέ­νου αν­θρώ­που. Για να δια­κρι­βώ­σου­με ε­πο­μέ­νως τον σκο­πό του αν­θρώ­που δεν έ­χου­με πα­ρά να σπου­δά­σου­με το Χρι­στο­λο­γι­κό του αρ­χέ­τυ­πο, τον Χρι­στό, ο Ο­ποί­ος υ­λο­ποί­η­σε και πραγ­μά­τω­σε πλή­ρως και α­πο­λύ­τως τον σκο­πό αυ­τό.

Ο σκο­πός του αν­θρώ­που κα­τά το Χρι­στο­λο­γι­κό του Αρ­χέ­τυ­πο

Ο Ά­γιος Μά­ξι­μος δι­δά­σκει ό­τι το ό­λο έρ­γο της δη­μιουρ­γί­ας του Θε­ού εί­ναι γε­μά­το α­ντι­θέ­σεις και διαι­ρέ­σεις. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να κα­τά τον ά­γιο Μά­ξι­μο, υ­πάρ­χουν πέ­ντε διαι­ρέ­σεις: 1) η διαί­ρε­ση της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης (άρ­σεν - θή­λυ) 2) η διαί­ρε­ση της γης (πα­ρά­δει­σος - οι­κου­μέ­νη) 3) η διαί­ρε­ση της αι­σθη­τής φύ­σης (γη - ου­ρα­νός) 4) η διαί­ρε­ση της κτι­στής φύ­σης (νο­η­τά - αι­σθη­τά) και 5) η διαί­ρε­ση α­νά­με­σα στον Κτί­στη και την κτί­ση.

Σύμ­φω­να λοι­πόν με την με­γα­λο­φυ­ή αυ­τή ι­δέ­α του αγί­ου Μά­ξι­μου, ο άν­θρω­πος δη­μιουρ­γή­θη­κε με την κλή­ση και το σκο­πό να συ­γκε­ντρώ­σει το σύ­νο­λο του κτι­στού κό­σμου κα να τον ε­νώ­σει με τον Κτί­στη και Δη­μιουρ­γό του. Προς τον σκο­πό αυ­τό έ­πρε­πε, κατ’ αρ­χήν, να υ­περ­βεί και κα­ταρ­γή­σει την πρώ­τη διαί­ρε­ση της δι­κής του φύ­σης, δη­λαδή τη διά­κρι­ση σε δύ­ο φύ­λα (άρ­σεν - θή­λυ), ε­πι­τυγ­χά­νο­ντας έ­τσι την ε­νό­τη­τα της μιας και α­διαί­ρε­της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Στη συ­νέ­χεια έ­πρε­πε να ε­νώ­σει τον πα­ρά­δει­σο με τη γη, να με­τα­μορ­φώ­σει δη­λα­δή, ο­λό­κλη­ρη τη γη σε πα­ρά­δει­σο. Α­κο­λού­θως, έ­πρε­πε να κα­ταρ­γή­σει την τρί­τη διαί­ρε­ση της κτι­στής φύ­σης σε γη και ου­ρα­νό, να καταρ­γή­σει δη­λα­δή τις α­πο­στά­σεις ό­χι μό­νο για το πνεύ­μα του, αλ­λά και για το σώ­μα του, ε­νώ­νο­ντας τη γη με τον ου­ρα­νό, το σύ­νο­λο ε­πο­μέ­νως του αι­σθη­τού σύ­μπαντος. Την τέ­ταρ­τη διαί­ρε­ση σε νο­η­τά και αι­σθη­τά έ­πρε­πε να κα­ταρ­γή­σει, υ­περ­βαί­νο­ντας τα ό­ρια του αι­σθη­τού κό­σμου και εισ­δύ­ο­ντας στο νο­η­τό σύ­μπαν, τον αγ­γε­λι­κό δη­λα­δή κό­σμο. Τέλος, μη έ­χο­ντας έ­ξω α­πό τον ε­αυ­τό του πα­ρά μό­νο τον Θε­ό, θα έ­με­νε στον άν­θρω­πο η κα­τάρ­γη­ση της πέ­μπτης διαί­ρε­σης, η έ­νω­ση δη­λα­δή του αν­θρώ­που με τον Θε­ό και με τον τρό­πο αυ­τό να δο­θεί σ’ Αυ­τόν ο­λο­κλη­ρω­τι­κά, με μια ορμή α­γά­πης, α­πο­θέ­το­ντας σ’ Αυ­τόν ο­λο­κλη­ρω­τι­κά το σύ­μπαν, συ­γκε­ντρω­μέ­νο στην αν­θρώ­πι­νη ύ­παρ­ξη. Τό­τε ο Θε­ός θα χά­ρι­ζε στον άν­θρω­πο, κα­τά χάριν, αυ­τό που Ε­κεί­νος κα­τέ­χει εκ φύ­σε­ως, δη­λα­δή τη θέ­ω­ση!

Σύμ­φω­να λοι­πόν με τα βα­σι­κά ση­μεί­α του έρ­γου του Χρι­στού, ως αρ­χέ­τυ­που του αν­θρώ­που και την α­ντί­στοι­χη ι­δέ­α του α­γί­ου Μα­ξί­μου, μπο­ρού­με να πού­με ό­τι ο γε­νι­κός και οι ε­πί μέ­ρους σκο­ποί του αν­θρώ­που εί­ναι οι ε­ξής πέ­ντε:

α) Η υ­πέρ­βα­ση της διά­κρι­σης των δύ­ο φύ­λων. Ο Χρι­στός με τη σύλ­λη­ψή του «εκ Πνεύ­μα­τος Α­γί­ου» και τη γέν­νη­σή του α­πό την Παρ­θέ­νο Μα­ρί­α, κα­τάρ­γη­σε τη διά­κρι­ση της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης σε άρ­σεν και θή­λυ. Βέ­βαια ο Χρι­στός γεν­νή­θη­κε ως αρ­σε­νι­κός άν­θρω­πος, προ­σέ­λα­βε δη­λα­δή την αν­δρι­κή ύ­παρ­ξη της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης, γι’ αυ­τό και το θε­ϊ­κό του πρό­σω­πο, στη θε­ο­λο­γι­κή γλώσ­σα, λέ­γε­ται «θε­αν­δρι­κό» (=Θε­ός και άν­δρας). Ο Χρι­στός ό­μως, ε­νώ­νο­ντας στο θε­ϊ­κό πρό­σω­πό του την αρ­σε­νι­κή αν­θρώ­πι­νη ύ­παρ­ξη, «ε­ξε­τί­να­ξε» ό­πως λέ­νε οι Πα­τέ­ρες, τη διά­κρι­ση των δύ­ο φύ­λων. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι ο Χρι­στός, στο θε­αν­δρι­κό πρό­σω­πό του εί­χε υ­περ­βεί και κα­ταρ­γή­σει τη διά­κρι­ση του αρ­σε­νι­κού και θη­λυ­κού στοι­χεί­ου και με τον τρό­πο αυ­τό α­πο­κα­τέ­στη­σε την ε­νό­τη­τα και α­κε­ραιό­τη­τα της μιας, ε­νιαί­ας και α­διαί­ρε­της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης.

Ο Χρι­στός ε­πο­μέ­νως ε­φα­νέ­ρω­σε στο πρό­σω­πό του το βα­θύ­τα­το και α­λη­θι­νό αρ­χέ­τυ­πο της μιας αν­θρώ­πι­νης φύ­σης, που εί­ναι κοι­νό και για τα δύ­ο φύ­λα, ε­λεύ­θε­ρο α­πό τα ι­διώ­μα­τα του αρ­σε­νι­κού και θη­λυ­κού. Η υ­πέρ­βα­ση βέ­βαια αυ­τή του αρ­σε­νι­κού και θη­λυ­κού στοι­χεί­ου στο πρό­σω­πο του Χρι­στού δεν ή­ταν σω­μα­τι­κή, αλ­λά πνευ­μα­τι­κή, ό­πως δι­δά­σκουν οι Πα­τέ­ρες. Έ­τσι μπο­ρού­με να πού­με ό­τι ο πρώ­τος ε­πί μέ­ρους σκο­πός του αν­θρώ­που εί­ναι η υ­πέρ­βα­ση της διά­κρι­σης των δύ­ο φύ­λων, η α­πο­κα­τά­στα­ση δη­λα­δή της ε­νό­τη­τας της μιας ε­νιαί­ας και α­διαί­ρε­της φύ­σης. Και η μεν υ­πέρ­βα­ση της διά­κρι­σης των φύ­λων εί­ναι σκο­πός που κα­λεί­ται ο άν­θρω­πος να πε­τύ­χει μέ­σα στα ι­στο­ρι­κά πλαί­σια της ζω­ής αυ­τής δια του Γά­μου ή της Παρ­θε­νί­ας. Η κα­τάρ­γη­ση ό­μως των φύ­λων είναι ε­σχα­το­λο­γι­κή δη­μιουρ­γι­κή πρά­ξη του Θε­ού.

β) Η με­τα­μόρ­φω­ση της γης: Ο Χρι­στός, με τον Σταυ­ρό του, έ­νω­σε τον Πα­ρά­δει­σο με τη γή­ι­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: « Α­μήν, α­μήν» εί­πε στο λη­στή, «σή­με­ρον μετ ε­μου εσ?η εν τ?ω πα­ρα­δείσ?ω». Και η Με­τα­μόρ­φω­σή του στο ό­ρος Θα­βώρ ή­ταν η προ­αγ­γε­λί­α της με­τα­μόρ­φω­σης και α­να­καί­νι­σης της γης και του κό­σμου ο­λό­κλη­ρου.

Ο δεύ­τε­ρος ε­πο­μέ­νως σκο­πός του αν­θρώ­που, που συν­δέ­ε­ται ά­με­σα και με την πρώ­τη ε­ντο­λή που έ­δω­σε ο Θε­ός στον Α­δάμ - «ερ­γά­ζε­σθαι αυ­τόν (τόν Πα­ρά­δει­σο) και φυ­λάσ­σειν» - εί­ναι η προ­σπά­θειά του για την με­τα­μόρ­φω­ση της γης και την ο­λο­κλη­ρω­τι­κή με­τα­βο­λή της σε Πα­ρά­δει­σο. Ο σκο­πός αυ­τός α­να­φέ­ρε­ται α­σφα­λώς και σε ό­λες τις δη­μιουρ­γι­κές και πο­λι­τι­στι­κές προ­σπά­θειες τις ο­ποί­ες πρέ­πει ο άν­θρω­πος να κά­νει μέ­σα στην ι­στο­ρί­α για την με­τα­μόρ­φω­ση της γης σε Πα­ρά­δει­σο.

γ) Η ε­νο­ποί­η­ση του σύ­μπα­ντος: Ο Χρι­στός, με την Α­νά­λη­ψή του έ­νω­σε τη γη με τις ου­ρά­νιες σφαί­ρες, τον αι­σθη­τό ου­ρα­νό. Ο τρί­τος λοι­πόν σκο­πός του αν­θρώ­που α­να­φέ­ρε­ται α­σφα­λώς σ’ ο­λό­κλη­ρο το κο­σμι­κό σύ­μπαν. Στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή ο άν­θρω­πος α­πο­κτά κο­σμι­κές δια­στά­σεις, κα­θώς ο ρό­λος του ε­πε­κτεί­νε­ται πο­λύ πιο πέ­ρα και έ­ξω α­πό τα πα­ε­ριο­ρι­σμέ­να ό­ρια του πλα­νή­τη της γης.

δ) Η έ­νω­ση του νο­η­τού και αι­σθη­τού κό­σμου: Ο Χρι­στός, εισ­δύ­ο­ντας με την Α­νά­λη­ψή του στον πνευ­μα­τι­κό κό­σμο των αγί­ων αγγέ­λων, έ­νω­σε τον νο­η­τό και αι­σθη­τό κό­σμο.

Έ­νας τέ­ταρ­τος λοι­πόν σκο­πός που έ­χει ο άν­θρω­πος εί­ναι η έ­νω­ση του ο­ρα­τού και α­ο­ρά­του αγ­γε­λι­κού κό­σμου. Οι άγγε­λοι ό­πως και οι άν­θρω­ποι εί­ναι κτί­σμα­τα και δη­μιουρ­γή­μα­τα του ί­διου Θε­ού. Οι δύ­ο ό­μως αυ­τοί κό­σμοι υ­πάρ­χουν και ζουν σε δια­φο­ρε­τι­κές κα­τα­στά­σεις και δια­στά­σεις. Γι’ αυ­τό ο Θε­ός έ­δω­σε στον άν­θρω­πο τον με­γα­λειώ­δη αυ­τό στό­χο, να κα­ταρ­γή­σει τις δια­χω­ρι­στι­κές κα­τα­στά­σεις και να ε­νώ­σει τους δύ­ο αυ­τούς κό­σμους.

ε) Η έ­νω­ση του αν­θρώ­που με τον Θε­ό (θέ­ω­ση): Έ­να άλ­λο βα­σι­κό ση­μεί­ο του έρ­γου του Χρι­στού, ως αρ­χέ­τυ­που του αν­θρώ­που, ή­ταν η α­πο­κα­τά­στα­ση της ε­νό­τη­τας α­νά­με­σα στον Θε­ό και τον κτι­στό κό­σμο, κα­θώς στο θε­αν­δρι­κό πρό­σω­πό του έ­νω­σε τον Κτί­στη με τα κτί­σμα­τα και πα­ρου­σί­α­σε στον Θε­ό Πα­τέ­ρα ε­νω­μέ­νο το σύ­νο­λο του κό­σμου, τον κτι­στό και τον ά­κτι­στο. Ο Χρι­στός ε­πί­σης την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση που προ­σέ­λα­βε στο θε­ϊ­κό πρό­σω­πό του, την θέ­ω­σε «α­συγ­χύ­τως, α­τρέ­πτως καί α­διαι­ρέ­τως» (Ό­ρος της Δ΄ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νό­δου), με τη θεί­α φύ­ση. Α­πο­τέ­λε­σμα δε της υ­πο­στα­τι­κής αυ­τής έ­νω­σης των δύ­ο φύ­σε­ων ή­ταν η θέ­ω­ση της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης.

Ο πέ­μπτος, ε­πο­μέ­νως και τε­λευ­ταί­ος σκο­πός του αν­θρώ­που εί­ναι η έ­νω­ση της κτι­στής δη­μιουρ­γί­ας με τον Δη­μιουρ­γό της. «Ο Θε­ός, α­νά­με­σα στον κό­σμο και τον ε­αυ­τό του το­πο­θέ­τη­σε τον άν­θρω­πο, στον ο­ποί­ο α­νέ­θε­σε το ρό­λο του με­σο­λα­βη­τή, του με­σί­τη και του ο­δη­γη­τή. Ο άν­θρω­πος δη­λα­δή, το­πο­θε­τη­μέ­νος ε­νώ­πιον του Θε­ού και με­τα­ξύ Θε­ού και κό­σμου έ­χει ως κλή­ση και α­πο­στο­λή να υ­ψώ­σει και να ο­δη­γή­σει την υ­λι­κή κτί­ση στην πη­γή της ε­νό­τη­τας και τε­λειό­τη­τας ό­λων των δη­μιουρ­γη­μά­των, τον Θε­ό. Με άλ­λα λό­για, ο άν­θρω­πος έ­χει την κλή­ση να εί­ναι ο ιε­ρεύς του κό­σμου που θα ο­δη­γεί και θα προ­σφέ­ρει την υ­λι­κή δη­μιουρ­γί­α στο Δη­μιουρ­γό της».

Ει­δι­κό­τε­ρα, ο τε­λι­κός σκο­πός του αν­θρώ­που εί­ναι η έ­νω­σή του με τον Θε­ό. Η πο­ρεί­α του α­πό το «κατ ει­κό­να» στην Ει­κό­να, η­α α­νέ­λι­ξη δη­λα­δή και τε­λι­κή ύ­ψω­ση του αν­θρώ­που προς το αρ­χέ­τυ­πό του. Η κί­νη­ση του αν­θρώ­που α­πό το «κατ ει­κό­να» στό «καθ ο­μοί­ω­σιν» που ση­μαί­νει ό­τι ο τε­λι­κός σκο­πός του αν­θρώ­που εί­ναι η έ­νω­σή του με τον Θε­ό, η θέ­ω­σή του.

Με άλ­λα λό­για, ο άν­θρω­πος έ­χει την κλή­ση να ε­νώ­σει την κτι­στή ύ­παρ­ξή του με την ά­κτι­στη θε­ϊ­κή ύ­παρ­ξη. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι ο άν­θρω­πος έ­χει σκο­πό να ε­νώ­σει τις δύ­ο φύ­σεις, την αν­θρώ­πι­νη και τη θεί­α, «α­συγ­χύ­τως, α­τρέ­πτως και α­διαι­ρέ­τως», σύμ­φω­να με το προ­αιώ­νιο Αρ­χέ­τυ­πό του, τον Χρι­στό και να γί­νει έ­τσι «θε­άν­θρω­πος», έ­νας κτι­στός θε­ός, έ­νας θε­ός «κα­τά χά­ριν» ό­πως λέ­νε οι Πα­τέ­ρες, ε­νω­μέ­νος με τον «κα­τά φύ­σιν» Θε­ό! Αυ­τό άλ­λω­στε εί­ναι το νό­η­μα και το πε­ριε­χό­με­νο της θέ­ω­σης: «Θέ­ω­σης ε­στιν η πρός τόν Θε­όν, ως ε­φι­κτόν, α­φο­μοίωσίς τε και \ε­νωσις».

Η θέ­ω­ση αυ­τή, ως έ­νω­ση του αν­θρώ­που με τον Θε­ό προ­ϋ­πο­θέ­τει τη συ­νερ­γα­σί­α των δύ­ο θε­λή­σε­ων, του αν­θρώ­που και του Θε­ού. Η συ­νερ­γα­σί­α αυ­τή εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη για να φθά­σει ο άν­θρω­πος στην έ­νω­ση του κτι­στού και α­κτί­στου. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στόν, ό­τι η μεν θέ­λη­ση του Θε­ού εί­ναι δε­δο­μέ­νη, ο Θε­ός δη­λα­δή προ­σφέ­ρει ε­λεύ­θε­ρα στον άν­θρω­πο τη δύ­να­μη και τη χά­ρη του. Ε­κεί­νο που χρειά­ζε­ται εί­ναι να εκ­φρα­στεί ε­λεύ­θε­ρα και η θέ­λη­ση του αν­θρώ­που, ώσ­στε να δε­χθεί τη χά­ρη του Θε­ού και να την α­φή­σει να εισ­δύ­σει ο­λο­κλη­τω­τι­κά.