Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΖΙΚΑ ΜΕΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΩΣ

Του GERHARD JAUCH, Αρχισυντάκτη του τμήματος «Δίκαιο και Δικαιοσύνη» της Γερμανικής Τηλεοράσεως.

Μετάφραση: Ευτυχίας Πολυχρονάκη - Χατζάκη, Ανθυπασπιστού

ΜΕΡΟΣ Α΄

Τον Σεπτέμβριο του1975 συνέβη στο KEVELAER, στην περιοχή του κάτω Ρήνου, ένα συνταρακτικό γεγονός: δύο νεαρές 14 και 15 ετών, σκότωσαν (κλείνοντάς του το στόμα μ’ ένα μπουρνούζι) έναν μικρό φίλο τους 7 ετών που είχαν προσκαλέσει σπίτι τους. Έκρυψαν ύστερα το πτώμα μέσα σε μια αποθήκη. Όταν συνελήφθησαν, ομολόγησαν ικανοποιημένες την πράξη τους για την οποία έδωσαν αμέσως την εξήγηση: ήθελαν να διαπιστώσουν τι νιώθει κανείς όταν σκοτώνει, όπως το είχαν δει στα αστυνομικά μυθιστορήματα και γουέστερν. Από αρκετό καιρό είπαν, σχεδίαζαν να σκοτώσουν κάποιον. Εξ άλλου ήθελαν να δουν αν στην πραγματικότητα ο δολοφόνος θα συλλαμβανόταν όπως συνέβαινε στα μυθιστορήματα. Το έγκλημα έγινε αμέσως μετά από ένα έργο που είδαν στην τηλεόραση. Ήταν ένα έργο του Γάλλου σκηνοθέτη CLAUDE CHABROL με τίτλο: «Η μερίδα της ηδονής». Στο τέλος ο σύζυγος σκοτώνει τη σύζυγο μέσα σ’ ένα νεκροταφείο. Αυτό τις έκανε να γελάσουν - είπαν - και έτσι αποφάσισαν με κοινή συμφωνία.

«Η σειρά μας τώρα!».

Η υπόθεση δεν δημοσιεύεται πια με μεγάλους τίτλους. Δεν μπόρεσα να εξακριβώσω, αν οι νεαρές, από τις οποίες η μία μόνο ήταν εκείνη την εποχή ποινικά υπεύθυνη, επέμειναν μέχρι τέλος στους λόγους που επικαλέσθηκαν ή αποδείχθηκε ότι δεν επρόκειτο παρά για μια αμυντική στάση. Πάντως μέχρι τότε στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, δεν είχαν εμφανισθεί νεαροί εγκληματίες με πρότυπο τόσο άμεσο τόσο ξεκάθαρο την τηλεόραση.

Αυτό δεν είναι παρά μια από τις πολλές περιπτώσεις που δείχνουν πως το πρόβλημα της προσφυγής στη βία, στην οποία καταφεύγουν άτομα όλο και πιο νεαρά, έχει γίνει στη Δυτ. Γερμανία όπως πριν στην Αμερική ένα κοινωνικό πρόβλημα. Δεσπόζει μέσα στις πράξεις τρομοκρατίας των νεαρών πολιτικών εγκληματιών που, βγαίνοντας από τα κρησφύγετά τους, προσπαθούν με ένοπλη βία να ανατρέψουν το Κράτος. Αυτό το φαινόμενο που εκδηλώνεται σήμερα, ιδίως μεταξύ των νέων και από νέους, που αρχίζει από τις βαρβαρότητες μεταξύ των μικρών παιδιών μέσα στην αυλή του σχολείου και φθάνει μέχρι τις απαγωγές ομήρων, βομβιστικές ενέργειες και επιθέσεις μέσα σε δημόσιους δρόμους, είναι σίγουρα ένα πρόβλημα με τεράστιες διαστάσεις.

Άλλο ερώτημα: Οι σχέσεις που υποτίθεται πως υπάρχουν ανάμεσα στα μαζικά μέσα ενημερώσεως και σ’ αυτή τη μορφή της εγκληματικότητας, ειδικά όταν αφορά τους νέους, έχουν και αυτές επίσης πάρει τις διαστάσεις ενός κοινωνικού προβλήματος; Και σ’ αυτό το ερώτημα ακόμη θα απαντήσω καταφατικά. Αν ανατρέξουμε πράγματι στην ευρεία εξέλιξη των μέσων ενημερώσεως, συναντούμε σε τρομακτική αναλογία, σκηνές εγκλημάτων, επιθετικότητα και βαρβαρότητα. Βλέπω εκεί μια απειλή για το σύστημα των θεμελιωδών αξιών της ζωής που έχει αποδεχθεί και εκτιμήσει η πλειονότητα. Και ακριβώς έτσι βλέπουν και οι πολίτες το πρόβλημα. Το καταλαβαίνει κανείς ακούγοντας κυρίως τις διαμαρτυρίες γονέων και δασκάλων.

Οι συζητήσεις που εδώ και δέκα χρόνια περίπου, συνεχίζονται ασταμάτητα στην Δυτ. Γερμανία και όχι μόνο στους ενδιαφερόμενους επιστημονικούς κύκλους, πάνω στο θέμα των μαζικών μέσων ενημερώσεως και της εγκληματικής συμπεριφοράς, δείχνουν πράγματι ότι υπάρχει συνείδηση του προβλήματος. Αυτή η συνείδηση υπάρχει επίσης και σε πολιτικό επίπεδο. Οδήγησε το 1973 σε επαύξηση των μέτρων προστασίας των νέων απέναντι στα μαζικά μέσα ενημερώσεως. Εξάλλου, ο νομοθέτης εισήγαγε στο νέο άρθρο 131 του Ποινικού Κώδικα, κυρώσεις όσον αφορά οποιαδήποτε εξιδανίκευση της βίας από τα μέσα ενημερώσεως.

Όλα αυτά αποδεικνύουν πάντως ότι η κοινωνία, μέσα σ’ ένα κόσμο βίας, αναγνώρισε τις απειλές που περιέχουν οι πραγματικές ή εικονικές μορφές βίας. Η επιρροή που ασκούν τα μαζικά μέσα διεγείρει σε πολλούς το συναίσθημα που αρμόζει μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση: «να κάνουμε κάτι». Περιμένει κανείς (και απαιτεί) να λάβουν γνώση οι αρμόδιοι του προβλήματος που δημιουργείται απ’ τη βία και τις προκλήσεις της και να βρουν το κατάλληλο φάρμακο.

Αν σκεφτώ ότι το πρόβλημα έχει πάρει στη χώρα μας κοινωνικές διαστάσεις, δεν πιστεύω και τόσο ότι τα μέσα ενημερώσεως ωθούν στην εγκληματικότητα και ιδίως τους νέους.

Προς το σκοπό αυτό, αρκεί να αναφέρω τα αποτελέσματα των επιστημονικών ερευνών που χρησιμοποιήθηκαν μέχρι σήμερα και τα γεγονότα που περιήλθαν εις γνώση μου όπως επίσης και τους δικονομικούς κανόνες που αφορούν στην προστασία των νέων απέναντι στα μέσα αυτά. Δεν είμαι ούτε εγκληματολόγος, ούτε ψυχολόγος, ούτε κοινωνιολόγος. Δεν με ενδιαφέρει η μελέτη των μέσων ενημερώσεως και των επιδράσεών τους, παρά μόνον σαν μάρτυρα, σαν «αποδέκτη» των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγουν οι ερευνητές και τα οποία άλλωστε δεν είναι πάντοτε ακριβή. Αλλά γιατί πάνω σ’ αυτό το ερώτημα των σχέσεων μεταξύ των μαζικών μέσων ενημερώσεως και της επιθετικής και βάναυσης συμπεριφοράς, ένας δημοσιολόγος, ένας «πρακτικός» της τηλεοράσεως - που είναι ειδικά τοποθετημένος λόγω των ειδικών γνώσεών του σε θέματα δικαίου και δικαιοσύνης, που βρίσκεται σε συνεχή «επαφή» με τα προβλήματα της βίας και τις επιδράσεις της - να μη μπορεί να πάρει θέση, να εκφράσει τη γνώμη του καλή τη πίστει; Πρέπει πάντως να επιμείνω στο γεγονός ότι η ενημέρωση και η πληροφορία είναι οι τομείς μου. Η περιγραφή της πραγματικής βίας είναι μέρος της καθημερινής μου δραστηριότητας. Αυτό που «δέχομαι» εγώ, όπως αναμφίβολα ο καθένας, είναι η βία όπως περιγράφεται μέσα στα αστυνομικά έργα, τα γουέστερν και τις άλλες ψυχαγωγικές εκπομπές αυτού του είδους. (Δεν μου έχει ανατεθεί να εξετάσω ιδιαίτερα την επιρροή που ασκεί η τηλεόραση στην συμπεριφορά των νέων. Πρόκειται περισσότερο για επιρροή των μέσων γενικά για τα οποία γίνεται λόγος εδώ και στην οποία επιρροή παίζει ρόλο και η τηλεόραση).

Δεν πρόκειται εξάλλου να μάθουμε αν τα μέσα αυτά είναι η αιτία της εγκληματικότητας, όπως τόσοι ερευνητές που ψάχνουν την ουσία, συνεχίζουν να το επιβεβαιώνουν, σε αντίθεση - και αυτό είναι ουσιώδες - με τους εγκληματολόγους και όλους αυτούς που ασχολούνται με το έγκλημα. Αν ξεκινήσει κανείς από την ιδέα ότι τα μέσα επικοινωνίας της μάζας δεν συνιστούν εγκληματογενείς παράγοντες παρά μόνο για τους προδιατεθειμένους νέους ή αυτούς που ήδη μπορεί να έχουν εγκληματήσει, νομίζω ότι αυτός ο περιορισμός είναι πολύ συνετός. Ανταποκρίνεται πράγματι, εξ όσων γνωρίζω, όχι μόνον στα τελευταία εμπειρικά αποτελέσματα των ερευνών πάνω στην επιρροή των μέσων, αλλά ακόμη και στις ανακαλύψεις της εγκληματολογίας.

Τα μέσα και η έκφραση της βίας

Θα μελετήσουμε λοιπόν την έκφραση της βίας μέσα στα μέσα ενημερώσεως και τα αποτελέσματά της. Για να ερευνήσουμε το πρόβλημα σ’ όλη του την έκταση πρέπει να μιλήσουμε ξεχωριστά για την επιρροή που ασκεί καθ’ ένα απ’ αυτά. Η βία μπορεί πράγματι να εμφανισθεί μέσα στα έντυπα (βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, πόστερ, κ.λ.π.), μπορεί επίσης να εμφανισθεί μέσα στα μέσα τύπου όπως το ραδιόφωνο, τηλεόραση, δίσκοι, κασέτες, βίντεο-κασέτες και κινηματογραφικά έργα. Ο Ποινικός Κώδικας και ο νόμος που αφορά στην κυκλοφορία και διανομή επικίνδυνων για την νεολαία εντύπων, προσδιορίζουν με τον τίτλο Μαζικά Μέσα - MASS MEDIA (MASSENMEDIEN) τα κείμενα, τους ήχους και εικόνες και άλλους τύπους περιγραφής που απαγορεύονται.

Και ποιοι είναι οι καταναλωτές των μέσων αυτών; Εμείς είμαστε. Ο CUNTER GAUS, την εποχή που ήταν αρχισυντάκτης του «SPIEGEL» είπε, στο συνέδριο των Γερμανών ποινικολόγων (JURISTENTAG) το 1970: «Ο καθένας, σήμερα, αποτελεί, αναπόφευκτα, μέρος των καταναλωτών των μαζικών μέσων ενημερώσεως, όποια και αν είναι η καλλιέργειά του ή η μόρφωσή του - ή η ομάδα - στην οποία ανήκει. Αυτή η διαπίστωση θα έπρεπε, να αποκλείσει σε οποιονδήποτε προσπαθεί να διαφωτίσει τα προβλήματα των μεγάλων μέσων ενημερώσεως, την μορφή που άλλοτε με χαμηλό και άλλοτε με υψηλό τόνο φωνής προσδίδει στις δηλώσεις του».

Ίσως θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι ο όροι του άρθρου 5 του θεμελιώδους νόμου, όπως επίσης και οι νόμοι που αφορούν τον τύπο, το καταστατικό αυτού του τελευταίου, όπως επίσης και η ελευθερία της ενημέρωσης στην χώρα μας αποτελούν εγγυήσεις που δεν υπήρξαν ποτέ άλλοτε. Το θεμελιώδες δίκαιο της ελευθερίας της γνώμης του ατόμου και των μέσων, ορίσθηκε από το ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο, το 1956, σαν εγγύηση της ελεύθερης δημοκρατίας. Η ελευθερία των μέσων και της ενημέρωσης πραγματοποιούνται στην Δυτ. Γερμανία ίσως καλύτερα από σ’ οποιαδήποτε άλλη χώρα. Αυτές τις θεμελιώδεις ελευθερίες του άρθρου 5 του ομώνυμου νόμου, μπορεί μόνο να τις χάσει το μέλος ενός μέσου - ή αυτό το ίδιο το μέσο - που παραβαίνει τα όρια που έχει θέσει ο θεμελιώδης νόμος ή κάποιος γενικός νόμος. Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς τι σημαίνει μια παράβαση του είδους αυτού και τι πλήγμα θα επέφερε στο νόμο που αφορά στη διανομή των επικίνδυνων για τη νεολαία εντύπων. Σύμφωνα με το νόμο αυτό θεωρούνται σαν επικίνδυνα για τη νεολαία τα έντυπα που προκαλούν σύγχυση στους νέους και τους έφηβους όσον αφορά την κοινωνική ηθική.

Η ελευθερία του τύπου λοιπόν δεν σημαίνει το χωρίς περιορισμούς κέρδος αυτών των δικαιωμάτων και προνομίων. Προϋποθέτει επίσης ορισμένους επαγγελματικούς φόβους και κυρίως το σεβασμό των δεοντολογικών και ηθικών υποχρεώσεων, όπως αυτές που επιβάλλουν και παρακολουθούν οι επαγγελματικές οργανώσεις και τα όργανα εκούσιου αυτό-ελέγχου του τύπου και των κινηματογραφικών ταινιών.

Αλλά ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στα πλαίσια της έρευνας που κάνουμε, στην πραγματική κατάσταση που επικρατεί στον τομέα των μέσων ενημερώσεως, όπου η προστασία του θεμελιώδους νόμου έχει μπει στο περιθώριο.

Αρχικά, μερικοί αριθμοί, μερικά ενδεικτικά σημεία: Σήμερα το 90% των σπιτιών στη Δυτ. Γερμανία (δηλαδή 19 εκατομμύρια σπίτια) έχουν ένα η περισσότερους τηλεοπτικούς δέκτες. Σ’ αυτά τα 50 εκατομμύρια περίπου των τηλεθεατών, υπολογίζεται ότι τα 9 εκατομμύρια περίπου είναι παιδιά ηλικίας 4 έως 13 ετών. Κάθε μέρα 4 ή 5 εκατομμύρια παιδιά βλέπουν τηλεόραση. Το 7% περίπου των παιδιών από 8 έως 10 ετών βλέπουν τηλεόραση και μετά τις 22.00΄. Σύμφωνα με μια στατιστική που προέρχεται από την ομοσπονδιακή υπηρεσία ελέγχου των επικίνδυνων για τη νεολαία εντύπων, πολλά παιδιά περνούν τον περισσότερό τους χρόνο, δηλαδή πάνω από 20 ώρες την εβδομάδα, μπροστά στη μικρή οθόνη παρά στο σχολείο.

Ο αριθμός των ακροατών του ραδιοφώνου ξεπερνά τους 20 εκατομμύρια την ημέρα. Και μεταξύ αυτών επίσης υπάρχει μια μεγάλη αναλογία νέων.

Η αγορά των ταινιών μικρού μήκους είναι ακόμη πρόσφατο φαινόμενο. Βρίσκει κανείς μέσα σ’ αυτές, έργα του 1930, πολεμικά έργα, αστυνομικά, ντοκιμαντέρ όπως και έργα φρίκης και πορνό, όλα προορισμένα για ιδιωτικές προβολές.

Τώρα, σύμφωνα με πληροφορίες της μοναδικής υπηρεσίας ελέγχου, υπάρχουν στην αγορά 2.500 με 3.000 πορνογραφικά φιλμ μερικά από τα οποία περιέχουν σκηνές βίας, τα πορνό του τύπου «σκληρό».

Σε λίγο καιρό με την πρόοδο της τεχνικής οι βίντεο-κασέτες θα υποσκελίσουν τους δίσκους και τα φιλμ και ορισμένοι άπληστοι εκδότες δεν θα αργήσουν καθόλου να προσχωρήσουν και σ’ αυτόν τον καινούργιο τομέα προς χάριν εξ άλλου της βίας, όπως την βλέπουν π.χ. στην «εύκολη» φιλολογία.

Ας δούμε προς το παρόν την κίνηση του τύπου. Κάθε ημέρα πωλούνται 18,1 εκατομμύρια ημερήσια έντυπα (εφημερίδες) και περίπου 62 εκατομμύρια περιοδικά για το μεγάλο κοινό. Αυτά που μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα είναι τα έγχρωμα βιβλιαράκια comics. Το 80% των παιδιών και εφήβων διαβάζουν comics μέσα στα οποία οι διενέξεις σχεδόν πάντοτε βρίσκουν τη λύση τους με όλες τις δυνατές μορφές βίας. Κάθε μήνα κυκλοφορούν 7.000.000 αντίτυπα από αυτά.

Σ’ αυτού του είδους τα έντυπα, οι εκδότες ύστερα από άδεια ορισμένων συγγραφέων, επαυξάνουν τις σκηνές βίας για να αυξήσουν την πελατεία τους.

Ανάμεσα στα περιοδικά για νέους, ένα από αυτά, το «BRAVO» διαβάζεται περισσότερο, με ενεργητικό 1,1 εκατομμύρια αντίτυπα την εβδομάδα. Ακόμη και μέσα σ’ αυτό το περιοδικό το σεξ και η βία καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος έστω και με εξιδανικευμένη μορφή, όπως π.χ. η εικόνα μιας όμορφης γυμνής κοπέλας με δύο πιστόλια στη μέση της. Από το 1972 το περιοδικό αυτό έχει καταχωρηθεί δυο φορές στη λίστα των επικίνδυνων για τους νέους εντύπων και πολύ πρόσφατα ένα πόστερ του «BRAVO» κατακρίθηκε. Παρίστανε μια σκηνή από το φιλμ «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Ο», δηλαδή μια βάρβαρη σαδιστική πράξη.

Αυτά είναι λοιπόν τα δεδομένα που πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν εξετάζοντας αν ναι ή όχι (και σε ποιο βαθμό) τα μέσα (MEDIA) ενημερώσεως, αποτελούν για τους νέους που ρέπουν προς το έγκλημα παράγοντες εγκληματογενείς.

Τα μαζικά μέσα ενημερώσεως ενθαρρύνουν την επιθετικότητα και τη διάπραξη εγκλημάτων;

Θα ήθελα να ελαχιστοποιήσω (Σ.Μ. να καθησυχάσω) την γενική ανησυχία που επικρατεί σχετικά με τα μαζικά μέσα ενημερώσεως και ιδίως την τηλεόραση, την οποία μαζί με τα άλλα κατηγορούν ότι ωθεί στην επιθετικότητα και προτρέπει στο έγκλημα. Ένα πράγμα πάντως είναι γνωστό: η τηλεόραση έχει πάρει τα τελευταία 20 χρόνια την σκυτάλη της δημοτικότητας του κινηματογράφου και της «εύκολης» φιλολογίας και κατακρίνεται περισσότερο για τις σκηνές βίας που παρουσιάζει μέσα στα ψυχαγωγικά της προγράμματα.

Στις έρευνες που έγιναν σχετικά με την βία μέσα στη λογοτεχνία δεν προέκυψε κανένα σοβαρό αποτέλεσμα.

Οφείλω λοιπόν να επιμείνω και να αναφερθώ εκτενέστερα στις έρευνες που έγιναν για την τηλεόραση, όπως επίσης και στις γνώμες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με το θέμα αυτό και για τα άλλα μέσα ενημερώσεως. Η μελέτη για τις σχέσεις μεταξύ της εμφανιζόμενης στα μαζικά μέσα ενημερώσεως βίας και αυτής της εγκληματικότητας δεν έχει περατωθεί ακόμη ούτε και για την τηλεόραση. Παρ’ όλα αυτά θα ήθελα με βάση τις πλέον πρόσφατες έρευνες να δηλώσω επιφυλακτικά τη θέση μου με αυτόν τον ορισμό. Οι προκλήσεις βίας που υπάρχουν μέσα στα μέσα ενημερώσεως δεν συνιστούν παρά μόνον έναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν το υποκείμενο που τις δέχεται. Υπάρχουν άλλοι σημαντικοί παράγοντες επιρροής όπως η δομή της προσωπικότητας και το περιβάλλον του υποκειμένου.

Και για τον ορισμό μου αυτό επικαλούμαι αρχικά το πιο τρανταχτό επιχείρημα που είναι ίσως και το πιο απλό.

Η γενική πείρα αποδεικνύει ότι ένα άτομο μπορεί να εγκληματήσει για πολλούς και διάφορους λόγους.

Ο Αμερικανός εγκληματολόγος SUTHERLAND πιστεύει μάλιστα ότι ένα άτομο γίνεται εγκληματίας γιατί υπάρχουν πολύ περισσότερες προϋποθέσεις που ευνοούν το έγκλημα παρά που αντιτίθενται σ’ αυτό.

Εξυπακούεται ότι τις προϋποθέσεις αυτές τις δημιουργεί το περιβάλλον του ατόμου, θα μπορούσαν όμως να προέρχονται και από τα μαζικά μέσα ενημερώσεως συμπεριλαμβανομένης και της τηλεοράσεως.

Αλλά όπως όλες αυτές οι προϋποθέσεις, όλοι αυτοί οι παράγοντες που ευνοούν και προτρέπουν στο έγκλημα είναι αποδεκτοί από όλους, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί όλοι οι τηλεθεατές και ιδίως οι νέοι δεν γίνονται επιθετικοί και μάλιστα εγκληματίες.

Αυτός ο ορθολογισμός, αυτή η «εις άτοπον απαγωγή» δείχνει ότι η τηλεόραση δεν είναι καθόλου η μόνη στην οποία θα πρέπει να επιρρίπτονται κατηγορίες ότι είναι «σχολείο βίας και εγκληματικότητας».

Τα αίτια της εγκληματικότητας των νέων είναι κρυμμένα πιο βαθιά μέσα στην κοινωνία. Απομένει να μάθουμε αν η εγκληματικότητα στα παιδιά ή τους εφήβους αυξάνεται πράγματι πολύ γρηγορότερα από όσο η εγκληματικότητα στο σύνολό της και αν αυτή η τελευταία καταμαρτυρεί την επιρροή των μαζικών μέσων ενημερώσεως. Οι τελευταίες στατιστικές της Ομοσπονδιακής Εγκληματολογικής Αστυνομίας παρουσιάζουν γεγονότα πολύ ενδιαφέροντα για την έρευνά μας δοθέντος ότι στις αστυνομικές στατιστικές, αστάθμητοι παράγοντες, όπως π.χ. η βελτίωση της αστυνομικής έρευνας, συνεχίζουν να παρεμβάλλονται.

Παρ’ όλα αυτά ένα πράγμα είναι σίγουρο. Από το 1972 μέχρι το 1976, οι απόλυτοι αριθμοί εγκληματικότητας έχουν αυξηθεί κατά 19,1% περίπου, ενώ η συμμετοχή των νέων στην εγκληματικότητα αυτή έχει πέσει από το 36,6% στο 32,5%.

Για τις κλοπές που αντιπροσωπεύουν πάντοτε το περισσότερο από το ήμισυ των καταγγελλομένων αδικημάτων, το ποσοστό είναι ίδιο όσον αφορά την συμμετοχή των νέων. Λιγότεροι λοιπόν νεαροί εγκληματίες από το 1972.

Αυτό όμως που είναι ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ο αριθμός των διακεκριμένων κλοπών έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο από όσο αυτός των απλών κλοπών. Όσον αφορά στις ληστείες δεν υπήρξε στην Ομοσπονδιακή επικράτεια μεταξύ 1972 και 1976, παρά μια αύξηση από 19.000 σε 19.500 περιπτώσεις.

Η συμμετοχή των νέων στις περιπτώσεις αυτές δεν αυξήθηκε παρά μόνο ελάχιστα.

Για τις ανθρωποκτονίες και τις απόπειρες ανθρωποκτονίας ο αριθμός έχει αυξηθεί ελάχιστα σε σχέση με το 1972. Ο αριθμός των νέων ανάμεσα στους δράστες δεν έχει αλλάξει και ο αριθμός αυτός είναι ελάχιστος. Δεν εμποδίζει το γεγονός ότι το 1976 υπολογίζονταν μεταξύ των υπόπτων διαπράξεως ανθρωποκτονίας 8 παιδιά, 91 έφηβοι και 188 ενήλικες. Σε ένα 20% του συνόλου των ανθρωποκτονιών υπήρξε συμμετοχή των εφήβων.

Όσον αφορά στην αύξηση της βίας, το έγκλημα της ανθρωποκτονίας είναι λιγότερο «διδακτικό» από όσο οι σωματικές βλάβες που επιφέρουν το θάνατο. Εδώ συμπεραίνει κανείς μια καθαρή αύξηση των αδικημάτων των σωματικών βλαβών, 39.000 το 1972, 50.000 το 1976. Η συμμετοχή των νέων και στο αδίκημα αυτό αυξήθηκε ελάχιστα. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε - και σημειώνω το γεγονός επιφυλακτικά - ότι η εγκληματικότητα των νέων δεν παρουσιάζει τρομακτική άνοδο. Υπάρχει όμως αύξηση στο σύνολο των εγκλημάτων βίας. Αυτοί οι αριθμοί, για να πούμε την αλήθεια, δεν μας επιτρέπουν να αποδώσουμε τα αίτια στην αύξηση των σκηνών βίας στα μέσα ενημερώσεως. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα δεν έχει μελετηθεί. Είναι λοιπόν δύσκολο να εξετάσουμε το πρόβλημα στο φως των αριθμών αυτών.

Επίσης οι δηλώσεις στον τύπο ορισμένων νέων που επικαλούνται την τηλεόραση σαν αρχικό κίνητρο της πράξης τους - όπως η περίπτωση των δύο κοριτσιών που αναφέρθηκε στην αρχή - δεν μας οδηγούν σε ακριβή συμπεράσματα, γιατί σε γενικές γραμμές δεν μαθαίνουμε τίποτε - ή ανακαλύπτουμε πολύ λίγα πράγματα όσο αφορά την κοινωνικότητα και το περιβάλλον του δράστη. Εξυπακούεται ότι, όταν ένα αγόρι 15 χρονών στραγγαλίζει ένα κοριτσάκι και ύστερα το μαχαιρώνει με ένα μαχαίρι της κουζίνας δηλώνοντας ότι «είναι ωραία στην τηλεόραση όταν κάποιος σκοτώνεται» ή όταν ένα άλλο 13 χρονών γρονθοκοπά ένα συμμαθητή του 9 χρόνων και ύστερα λέει ότι είδε σε ένα γουέστερν πώς «μοιράζουν» τις μπουνιές, όλα αυτά μας δίνουν υλικό για σκέψεις.

ΜΕΡΟΣ Β΄
Τα μαζικά μέσα ενημερώσεως δεν είναι ποτέ η μοναδική αιτία μιας εγκληματικής συμπεριφοράς.

Αν αυτού του είδους οι δηλώσεις είναι αληθινές, πρόκειται αναμφίβολα για δηλώσεις κατηγορηματικές, που αποδεικνύουν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τουλάχιστον η βία στην τηλεόραση μπορεί να προκαλέσει την εγκληματικότητα των νέων.

Όπως ειπώθηκε και απ’ όσα γνωρίζω, οι εμπειρικές έρευνες μειονεκτούν εδώ. Εν τούτοις, όλο το βάρος των ερευνών και όλη η θεωρία που αφορά στην εγκληματικότητα των νέων, μας κάνουν να σκεφθούμε ότι τα μαζικά μέσα δεν είναι ποτέ η μοναδική αιτία της εγκληματικής συμπεριφοράς των νέων. Απλώς συμβάλλουν ως επί το πλείστον στο αποτέλεσμα αυτό.

Είναι αυτό που τονίζει, μεταξύ άλλων, ο HALLORAN στο θέμα της μελέτης του. Είναι ενδιαφέρον να ρίξουμε μια ματιά σε ορισμένα από τα συμπεράσματά του που έχουν σχέση με την τηλεόραση και την συμπεριφορά που υιοθετούν απέναντί της, νέοι εγκληματίες και άλλοι, στη Μεγάλη Βρετανία. Η ομάδα που εξετάσθηκε για πείραμα περιελάμβανε νεαρούς εγκληματίες και των δύο φύλων που τα δικαστήρια ανηλίκων είχαν θέση υπό την επίβλεψη επιμελητών (υπό δοκιμασία). Η αντίστοιχη ομάδα συγκρίσεως και εξετάσεως αποτελείτο από μαθητές κατωτέρων και ανωτέρων σχολικών τάξεων. Είχε επίσης συγκεντρωθεί και μια τρίτη ομάδα που αποτελείτο από άτομα κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου και πιο ανεπτυγμένης ευφυίας που ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να προσφέρει το σχολείο.

Αυτή η ομάδα ανήκε στο κατώτερο επίπεδο της μέσης κοινωνικής τάξης. Και για τις τρεις ομάδες, τα φιλμ και η μικρή οθόνη αντιπροσώπευαν σχεδόν στον ίδιο βαθμό το μέσον που προτιμούσαν για να περάσουν τα βράδια τους. Αποδείχθηκε από την έρευνα ότι τα άτομα που τελούσαν υπό δικαστική επιμέλεια είχαν μια πιο έκδηλη προτίμηση από τα άτομα της ομάδας συγκρίσεως, σε προγράμματα με δυνατές συγκινήσεις, και στα άτομα της δεύτερης ομάδας συνέβαινε το ίδιο σε σχέση με την τρίτη ομάδα των εφήβων μέσου κοινωνικού επιπέδου. Γεγονός ενδεικτικό για τους νέους της ομάδας συγκρίσεως ήταν ως επί το πλείστον ένας ήρωας που αιτιολογούσε την προτίμησή τους για δυνατές συγκινήσεις. Ο HALLORAN το αιτιολογεί από το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός από τους υπό δοκιμασία νέους θεωρούσαν τον πατέρα τους σαν πρόσωπο ταύτισης με τον ήρωα είτε γιατί δεν έζησε κοντά τους είτε γιατί ήταν άνεργος ή άρρωστος. Αλλά όπως πάντα, μέσα στις (σπάνιες) σοβαρές έρευνες που προσπαθούν να εξηγήσουν τον τύπο συμπεριφοράς απέναντι στην τηλεόραση, των νεαρών εγκληματιών, μια έκθεση (αναφορά) βασισμένη σε γεγονότα, όπου όλα αποδεικνύονται, δεν θα ήταν δυνατή. Εν τούτοις μου φαίνεται απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά στην φύση των ερευνών αυτών.

Μια άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από μια ομάδα παιδοψυχιάτρων του Πανεπιστημίου της Βιέννης, ύστερα από αίτημα της αυστριακής τηλεοράσεως, έγινε σε ένα σύνολο 100 νεαρών τροφίμων του Αναμορφωτηρίου του KAISEREBERSDORF. Ήθελαν να μάθουν αν μπορεί κανείς σε ορισμένες περιπτώσεις να ρίξει τις ευθύνες στην τηλεόραση για εγκληματική επιρροή και ποιες συνθήκες απαιτούνται για να παραχθεί το γεγονός αυτό. Τα άτομα που αποτελούσαν την ομάδα ήταν αγόρια από 14 έως 19 ετών και από αυτά είχαν απομακρυνθεί τα άτομα που είχαν προδιάθεση στο ψέμα. Υπήρχε επίσης εκεί μια ομάδα ελέγχου και συγκρίσεως που απετελείτο από 40 μαθητές της ίδιας ηλικίας και του ιδίου κοινωνικού επιπέδου με τους άλλους. Η πλειονότητα προερχότανε από τον εργατικό κόσμο, πολυμελείς οικογένειες με χαμηλά σχετικά εισοδήματα.

Η ομάδα ελέγχου είχε μια σχολική και επαγγελματική μόρφωση πιο ανεπτυγμένη από αυτήν των νεαρών τροφίμων του Ομοσπονδιακού Σωφρονιστηρίου.

Και να περιληπτικώς ποια ήταν τα κυριότερα αποτελέσματα της έρευνας:

Η υπόθεση που έκανε η ομάδα των επιστημόνων που πραγματοποιούσε την έρευνα (πιο έντονη επίδραση της τηλεοράσεως στους νεαρούς εγκληματίες) δεν κατέστη δυνατόν να αποδειχθεί. Οι νεαροί μαθητές της ομάδας συγκρίσεως και ελέγχου έβλεπαν συχνότερα τηλεόραση ενώ οι νεαροί εγκληματίες προτιμούσαν τον κινηματογράφο. Ο τρόπος που περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους δεν επέτρεψε να βγάλουν κανένα συμπέρασμα.

Και οι δύο ομάδες υπέστησαν έντονη επίδραση από τα αστυνομικά φιλμ. Θυμόντουσαν για πολύ καιρό τα καλύτερα. Και οι δυο ομάδες είχαν συγκρατήσει τις ίδιες λεπτομέρειες από τα έργα που είχαν παρακολουθήσει.

Οι νεαροί εγκληματίες προσαρμόσθηκαν καλύτερα στο κλίμα ενός αστυνομικού έργου και φάνηκαν πιο πρόθυμοι από τους νεαρούς μαθητές στο να ξεχάσουν ότι επρόκειτο για ένα κινηματογραφικό έργο. Η προσαρμογή στην πραγματικότητα των νεαρών εγκληματιών ήταν πιο γρήγορη από όση των νέων της άλλης ομάδας. Από εκεί λοιπόν θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι για τους νέους αυτούς τα κακά αποτελέσματα της τηλεοράσεως δεν ήταν παρά ελάχιστα.

Όσον αφορά την προσοχή που έδιναν τα άτομα στις μεθόδους που περιγράφονταν στα αστυνομικά έργα, εκεί σημειώθηκαν διαφορές σε τρία σημεία μεταξύ των εγκληματιών και των μη εγκληματιών. Οι πρώτοι κατάλαβαν γρηγορότερα από τους δεύτερους ότι η τηλεόραση έδειχνε καινούργιες μεθόδους δράσεως γι αυτούς, σκέπτονταν πιο συχνά τις δυνατότητες που είχε ο δράστης του εγκλήματος να ξεφύγει την καταδίκη και ήταν πιο συγκαταβατικοί στη σκέψη ότι η τηλεόραση παρουσιάζοντας νέους τύπους αδικημάτων και νέους τρόπους δράσεως (modus operandi), επιδρά στο κοινό. Υπάρχει λοιπόν, εδώ, ένας δεσμός ανάμεσα σε τηλεόραση και εγκληματικότητα.

Από την ομάδα των νεαρών εγκληματιών το 96% ήταν με το μέρος του δράστη του εγκλήματος ενώ το 4% μόνο ήταν με το μέρος της Αστυνομίας. Μεταξύ των μαθητών της άλλης ομάδας το 40% δεν πήρε το μέρος κανενός ενώ το υπόλοιπο 60% πήρε το μέρος, σε ίδια περίπου αναλογία, του δράστη του εγκλήματος, του θύματος και της Αστυνομίας.

Όσον αφορά την συνήθεια στις σκηνές βίας που παρουσίαζε η τηλεόραση, καμιά σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες. Και οι δυο καταμαρτυρούν μια επίδραση αρκετά έντονη.

Και οι δυο ομάδες προτίμησαν τις αστυνομικές σειρές απ’ άλλες εκπομπές ψυχαγωγικές.

Το συμπέρασμα της μελέτης στη Βιέννη είναι ότι η τηλεόραση δεν ασκεί καμιά ουσιώδη επιρροή. Τα μέσα με τα οποία επιδρά είναι πολύ μέτρια σε σχέση με άλλους παράγοντες που μεσολαβούν από τα πρώτα παιδικά χρόνια. Στους ψυχοπαθείς εγκληματίες θα υπάρχουν, εξ άλλου, διαταραχές στην ικανότητά τους να προσαρμοσθούν στο θέμα της ιστορίας που ελίσσεται στη μικρή οθόνη. Παραμένει παρ’ όλα αυτά η πιθανότητα, προσθέτει η μελέτη, οι μέθοδοι και οι τρόποι δράσεως που παρουσιάζονται στην τηλεόραση να έχουν κάποια επιρροή στους νέους που έχουν ήδη εγκληματήσει. Όσον αφορά το θέμα αυτό, ο HALLORAN, του οποίου το όνομα παραθέτω και πάλι, πιστεύει ότι είναι πιθανόν οι νεαροί εγκληματίες να μη χρησιμοποιούν την τηλεόραση σαν αλλαγή εντυπώσεων, σαν συμπλήρωμα στην εγκληματική τους συμπεριφορά αλλά να προσπαθούν, χάρη σ’ αυτά τα μέσα, να δικαιολογήσουν τις εγκληματικές πράξεις τους.

Όταν π.χ. βλέπουν στη μικρή οθόνη άτομα να συμπεριφέρονται επιθετικά και καταστροφικά, οι εγκληματίες πιστεύουν προφανώς ότι έχουν δίκιο να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Μεγάλος αριθμός επιχειρημάτων δικαιολογούν την άποψη αυτή.

Εμπειρίες επίσης, όπως αυτή της Βιέννης, μήπως θα έπρεπε να επαναλαμβάνονται με μεθόδους πιο τελειοποιημένες;

Θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε καλύτερα τότε, αυτά που σκέπτονταν οι νεαροί εγκληματίες για τις διάφορες μορφές παρεκτροπών που παρουσιάζονται στη μικρή οθόνη.

Συμπερασματικά πιστεύω ότι μόνον έρευνες πολύ προσκολλημένες στον ρόλο που παίζουν τα μέσα ενημερώσεως στην ζωή των ομάδων παραστρατημένων και εγκληματιών, μπορούν να ρίξουν περισσότερο φως στις σχέσεις ανάμεσα στα μαζικά μέσα ενημερώσεως και την εγκληματικότητα. Δεν γνωρίζουμε γι αυτές εξ άλλου παρά μόνο πολύ λίγα πράγματα όσον αφορά την φύση και την εξέλιξη των πρότυπων μορφών εγκληματικότητας στην κοινωνία μας.

Αναρωτιέται κανείς ποιος μέσα στο κοινωνικό σύνολο, τολμά να ερευνήσει πραγματικά για να μάθει γιατί οι νέοι ενδιαφέρονται τόσο πολύ για τις προκλήσεις της βίας. Το ότι οι ενήλικες δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα μήπως είναι γιατί και οι δικές τους προτιμήσεις στρέφονται προς τις ίδιες εκπομπές και στα ίδια αναγνώσματα που προτιμούν τα παιδιά τους;

Οποιοσδήποτε έχει εξοικειωθεί με τις θεωρίες περί εγκληματικότητας γνωρίζει ότι υπάρχουν πολλές εξακριβωμένες εξηγήσεις για τις προτιμήσεις αυτές των νέων. Μέχρι τώρα έχουν προταθεί σε γενικές γραμμές οι εξής: Έλλειψη προσωπικότητας, ψυχολογική κατάσταση ευαίσθητη και ταραγμένη, διάλυση της οικογενειακής εστίας, έλλειψη της μητρικής στοργής και φροντίδας, γενική ανικανότητα των γονέων, έλλειψη μορφώσεως και διαπαιδαγωγήσεως, άσχημα παραδείγματα στο οικογενειακό και μαθητικό περιβάλλον. Θα πρέπει να γνωρίζουμε, στις έρευνες που προαναφέραμε, αν οι γνωστές αιτίες της εγκληματικής συμπεριφοράς έχουν μια οποιαδήποτε σχέση με τη μεγάλη ακροαματικότητα της μικρής οθόνης. Πιστεύω ότι έχουμε επαρκείς ενδείξεις που μας επιτρέπουν να απαντήσουμε στο πρόβλημα, αν δηλαδή η τηλεόραση, τα άλλα μέσα ενημερώσεως, οι γονείς, το σχολείο, συμβάλλουν σ’ αυτή την εγκληματική συμπεριφορά.

Όλες οι προσπάθειές μας πρέπει να απορρέουν από την ιδέα αυτή, ότι τα παιδιά στη μικρή ηλικία είναι ιδιαιτέρως εκτεθειμένα στο να υποστούν την επιρροή των μέσων ενημερώσεως, δοθέντος ότι η συμπεριφορά τους δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί. Στην περίοδο από της γεννήσεώς της μέχρι της εμφανίσεως των πρώτων φαινομένων της εφηβείας η ανθρώπινη ύπαρξη διαμορφώνεται. Το πρότυπο (μοντέλο) πάνω στο οποίο μαθαίνει, πραγματικό ή φανταστικό, έχει μεγάλη σημασία. Το δειλό ή το απροσάρμοστο παιδί - το απεκάλυψε η ψυχανάλυση - είναι ιδιαίτερα τρωτό και η βία μέσα στα μέσα ενημερώσεως κινδυνεύει να το προδιαθέσει να την αποδεχθεί μέσα στην πραγματική ζωή.

Σε συνέδριο της UNESCO όσον αφορά το θέμα «ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ» ειπώθηκε: «Πρέπει να ψάξουμε τις ρίζες της εγκληματικής συμπεριφοράς πολύ πιο μακρύτερα από την τηλεόραση. Οι ρίζες αυτές φθάνουν μέχρι την προσωπικότητα, τις εμπειρίες της οικογενειακής ζωής και τις σχέσεις μεταξύ του προδιατεθειμένου ατόμου - ή εγκληματία - και των ατόμων της ηλικίας του. Η τηλεόραση μπορεί να προσθέσει άλλη μια αιτία αλλά δεν φαίνεται καθόλου ότι μπορεί να επηρεάσει παρά μόνο τα παιδιά που έχουν εγκληματήσει ή που έχουν τάση να γίνουν εγκληματίες».

Η μελέτη της UNESCO παραδέχεται πάντως ότι η τηλεόραση μπορεί να παίξει ένα ρόλο στην έξαρση της εγκληματικότητας, δοθέντος ότι παρουσιάζει εγκληματικές μεθόδους και εικόνες παραποιημένες, προκειμένου να επιτύχει ορισμένους σκοπούς. Αλλά η UNESCO δεν υποστηρίζει καθόλου ότι η τηλεόραση αυτή και μόνη, μπορεί να μετατρέψει ένα φυσιολογικό και προσαρμοσμένο παιδί, σε εγκληματία.

Συμπεραίνεται από όλα αυτά, ότι η τηλεόραση πρέπει να μεταδίδει τα προγράμματά της με τρόπο, ώστε τα παιδιά που βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης, που δεν είναι καλά προσαρμοσμένα, να μη διατρέχουν από αυτή ένα πρόσθετο κίνδυνο. Μετά από πολλά χρόνια εμπειρίας, δυο μόνο κανάλια της Γερμανικής τηλεοράσεως έλαβαν σοβαρά υπ’ όψιν την παρατήρηση αυτή.

Στο κείμενο αυτό πρέπει να σημειώσω ότι η Γερμανική Τηλεόραση ύστερα από τις επίμαχες συζητήσεις στο θέμα της βίας στην τηλεόραση μείωσε τις σκηνές βίας σε ορισμένες αστυνομικές σειρές και γουέστερν. Επίσης προγράμματα που αφορούσαν τα παιδιά μεταδίδονται μόνο τις απογευματινές ώρες και για ορισμένες εκπομπές που μεταδίδονται νωρίς το βράδυ λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι μπορεί να τις παρακολουθούν πολλά παιδιά. Έτσι π.χ. ο διευθυντής προγράμματος αποφάσισε ότι το πρώτο επεισόδιο μιας νέας αστυνομικής σειράς που περιείχε δύο σκηνές βίας δεν θα μεταδιδόταν στις 20.00΄ όπως είχε προβλεφθεί αλλά στις 21.00΄. Σε γενικές γραμμές υπενθυμίζεται συχνά στους υπεύθυνους των προγραμμάτων της τηλεοράσεως ότι πρέπει να ελαττώνουν τις σκηνές βίας σε ορισμένα έργα ή τουλάχιστον να τα μεταδίδουν μετά τις 21.00΄.

Επ’ ευκαιρία μιας ειδικής εκπομπής που αφορούσε τη δίκη της ομάδας BAADER - MEINHOF, αναρωτήθηκα αν έπρεπε να δείξω στο φιλμ που αναφερόταν στις πράξεις των κατηγορουμένων τις εικόνες των φρικτά ακρωτηριασμένων πτωμάτων των Αμερικανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν από τις βόμβες. Επειδή η εκπομπή μεταδιδόταν στις 21.00΄ αποφάσισα να παρουσιάσω αυτές τις εικόνες για να δώσω στους τηλεθεατές την ευκαιρία να δουν τις επιπτώσεις μιας επιθέσεως με βόμβες εναντίον αθώων θυμάτων. Αν η εκπομπή μεταδιδόταν πριν τις 21.00΄ δεν θα παρουσίαζα τις εικόνες αυτές. Είχαμε άλλωστε συζητήσει προηγουμένως για το θέμα αυτό με τους συνεργάτες μου.

Αυτοί που κάνουν τηλεόραση γνωρίζουν, μπορώ να πω, την επιρροή της πάνω στη δομή και τα έθιμα της οικογένειας. (Επίσης έχουν γίνει ειδικές μελέτες σχετικά με τις συνήθειες των τηλεθεατών). Τα προγράμματα αφορούν τις οικογένειες που στην πλειονότητά τους δεν τα βλέπουν με μάτι κριτικό. Για την πλειονότητα επίσης των γονέων, η τηλεόραση είναι αντικείμενο επιμορφώσεως. Αντίθετα από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μια οικογένεια δέχεται την τηλεόραση, ο τηλεθεατής ονειρεύεται για το παιδί και πιστεύει ότι η τηλεόραση αντιπροσωπεύει μια νόμιμη αρχή με χαρακτήρα μορφωτικό. Από τα 3 ή τα 4 χρόνια του το παιδί από μόνο του κοιτάζει τηλεόραση. Του αρκεί να πατήσει το κουμπί. Έτσι η τηλεόραση εγγίζει το παιδί σε μία ηλικία που είναι ιδιαίτερα εύθραυστη που είναι εξ ίσου πιθανόν να εκδηλώσει μία ιδιαίτερη προδιάθεση όσον αφορά τα αποτελέσματα των σκηνών βίας.

Αυτή η εξάρτηση της τηλεόρασης στο μορφωτικό πρόγραμμα της οικογένειας έχει λοιπόν μεγάλη σημασία για το παιδί.

Όσο περισσότερο μια μητέρα ασχολείται ή είναι δυνατόν να ασχοληθεί με το παιδί της, τόσο περισσότερο συμπεριλαμβάνει την τηλεόραση μέσα στο σύνολο των επιρροών που αυτό μπορεί να υποστεί (τα παιδιά στην Ομοσπονδιακή Γερμανία αφιερώνουν κατά μέσον όρον περίπου 2 ώρες κάθε μέρα μπροστά στην τηλεόραση. Ο χρόνος που παρακολουθούν τηλεόραση το μάξιμουμ τις καθημερινές μέρες κυμαίνεται 17.30΄ και 20.00΄ το βράδυ).

Η συχνότητα που βλέπουν τα παιδιά τηλεόραση στην Δ. Γερμανία ποικίλει σύμφωνα με τις κοινωνικές τάξεις. Στις εργατικές οικογένειες η συσκευή της τηλεοράσεως λειτουργεί πολύ περισσότερο από όσο στις εύπορες οικογένειες. Σ’ αυτές τις τελευταίες συζητούν επίσης πολύ περισσότερο με τα παιδιά για ό,τι είδαν στην τηλεόραση, η κριτική των εκπομπών είναι πολύ πιο λογική και ο βαθμός στον οποίο η τηλεόραση γίνεται πιστευτή στα πιο μέτρια κοινωνικά στρώματα εν σχέσει με τα άλλα μέσα ενημερώσεως είναι εδώ πιο ελαττωμένος.

Όσο περισσότερο τα παιδιά μεγαλώνουν, τόσο περισσότερο ενδιαφέρονται για τις εκπομπές όπου υπάρχει βία, δηλαδή τις περιπέτειες, τα γουέστερν. Για τα παιδιά ηλικίας από 3 έως 6 ετών, αυτές οι εκπομπές δεν καταλαμβάνουν παρά μόνο την 5η θέση στις προτιμήσεις τους. Για τα παιδιά από 7 έως 9 ετών αυτές καταλαμβάνουν ήδη την 2η θέση και γι αυτά από 10 έως 13 ετών την 1η θέση. Οι μαθητές των μικρών τάξεων αφιερώνουν σύμφωνα με μια έρευνα το 40% του χρόνου που βλέπουν τηλεόραση σε προγράμματα που προορίζονται για τους μεγάλους. Στους μαθητές από 12 έως 13 ετών αυτός ο αριθμός ανέρχεται στο 80%.

Οι θεωρητικοί μπορεί να συζητούν για τα αποτελέσματα των σκηνών βίας. Μερικοί βρίσκουν τον τρόπο να αδιαφορούν για την επιθετικότητα ή να μη βρίσκουν πως υπάρχει επιθετικότητα στις σκηνές αυτές. Άλλοι πιστεύουν ότι η βία μέσα στα μαζικά μέσα ενημερώσεως αποτρέπει από την επιθετικότητα και εμπνέοντας το φόβο οι ψυχολόγοι της περιστάσεως διαβεβαιούν ότι αυτή είναι πάντα η συνέπεια, άλλοι ακόμη πιστεύουν ότι ο εθισμός σ’ αυτού του είδους τα θεάματα με τα οποία τα μαζικά μέσα προσελκύουν το κοινό τους, εξουδετερώνει με την πάροδο του χρόνου τις επιθετικές αντιδράσεις.

Όσον αφορά τη γνώμη μου, συμμερίζομαι πλήρως τη θέση πολλών κοινωνιολόγων και τις διαπιστώσεις ορισμένων εγκληματολόγων και πιστεύω ότι τα παιδιά αποκτούν, παρατηρώντας, ορισμένους τύπους εγκληματικής συμπεριφοράς όπως εξ άλλου αποκτούν και οποιονδήποτε άλλον τύπο συμπεριφοράς. Και μπορεί ν’ αποδειχθεί επίσης ότι συγκρατούν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτά που έμαθαν με τον τρόπο αυτό της παρατήρησης.

Δεν συμμερίζομαι τη γνώμη του HEINRICH που συμπεραίνει ότι οι επιθετικές πράξεις στην τηλεόραση μετατρέπονται από τα παιδιά σε συμπεριφορά ενεργητική και ότι εξ αιτίας της βίας μέσα στα μέσα ενημερώσεως σχηματίζουν τις εγκληματικές τους διαθέσεις. Θα διάλεγα καλύτερα την πιο ευρεία γνώμη, που είναι και επιστημονικά θεμελιωμένη, σύμφωνα με την οποία αυτή η μετατροπή των κτηθέντων σε ενεργητική συμπεριφορά δεν λαμβάνει χώρα παρά μόνο υπό ορισμένες και ειδικές συνθήκες. Όσο περισσότερο το αντικείμενο ή πρότυπο αν θέλετε που βλέπει το παιδί στην τηλεόραση ομοιάζει με τα πρότυπα του περιβάλλοντός του, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος που διατρέχει να πάρει τους μύθους που βλέπει στα σοβαρά και να τους μιμηθεί.

Συμπερασματικά, αν κρίνουμε από τις πρόσφατες εμπειρικές παρατηρήσεις, δεν πρέπει να ελπίζουμε, αναμφίβολα, ότι η επιθετικότητα έχει μειωθεί, δοθείσης της καταναλώσεως που κάνει η τηλεόραση σε σκηνές βίας. Αλλά δεν έχει αποδειχθεί σε εμπειρικό επίπεδο ότι οι εικονικές σκηνές βίας που προσφέρει η τηλεόραση προτρέπουν τα κοινωνικώς προσαρμοσμένα άτομα να χρησιμοποιήσουν βία. Αυτά που απειλούνται είναι άτομα κοινωνικώς απομονωμένα που έχουν ενταχθεί σε μια ομάδα ατόμων των οποίων η ηλικία δεν είναι η δική τους. Ελλείψει πηγών στοιχειώδους ενημερώσεως είναι, σ’ αυτό το επίπεδο της επιθετικότητας φόρου υποτελείς της τηλεοράσεως και δεν γνωρίζουν καμιά επανορθωτική επιρροή. Πράγμα που σημαίνει κυρίως ότι το απροσάρμοστο παιδί απειλείται.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Σαν συμπέρασμα και ιδίως όσον αφορά την τηλεόραση θα μπορούσε κανείς να πει ότι το σύστημα της ραδιο-τηλεοράσεως της Δυτικής Γερμανίας προσφέρει από τη δομή του μια σοβαρή εξασφάλιση ότι τα αναγνωρισμένα μειονεκτήματα θα απομακρυνθούν το γρηγορότερο. Ήδη οι νόμοι σχετικά με την ραδιοφωνία και την τηλεόραση επαγρυπνούν. Έτσι, ύστερα από σχετικά συμβόλαια με όρους, στα τηλεοπτικά προγράμματα η βία δεν θα πρέπει να παίζει ρόλο παραδείγματος για μίμηση. Αυτό το έχει υπ’ όψη του ο κάθε συντάκτης στην καθημερινή του εργασία.

Υπάρχουν επιτροπές παρατηρητών που ελέγχουν επ’ ονόματι της πλουραλιστικής κοινωνίας την εφαρμογή των νόμων και οδηγιών. Κατά γενικό τρόπο απομένει να απαιτήσουμε προγράμματα που «κρύβουν» τις σκηνές βίας και όταν πρόκειται για πραγματική βία στα πλαίσια των ενημερωτικών εκπομπών ή των ντοκιμαντέρ, να τα προβάλλουν αργά το βράδυ. Τα παιδιά, κυρίως, πρέπει να προστατευθούν κατά τον καλύτερο τρόπο από τα ψυχικά τραύματα που έχουν σχέση με τη βία μέσα στα μέσα ενημερώσεως.

Οι κατακτήσεις της επιστήμης θα πρέπει στο εξής να υποδεικνύονται πιο έντονα σ’ αυτούς που κάνουν προγράμματα για να γνωρίζουν ποιοι είναι οι τρόποι παρουσιάσεως που προτρέπουν ή που μειώνουν την επιθετικότητα. Στον τομέα της ενημερώσεως καλό θα ήταν με την βοήθεια διαλέξεων ή εγγράφων απόψεων κ.λ.π. να δοθεί ένας πιο σχετικός χαρακτήρας στις πολύ ρεαλιστικές περιγραφές. Είναι εξ άλλου κάτι που γίνεται ήδη, σε γενικές γραμμές από τα ενημερωτικά περιοδικά.

Οι προσπάθειες που καταβάλλει η τηλεόραση με σκοπό την επεξεργασία προς χάριν των πιο νέων παιδιών ενός προγράμματος που αναπτύσσει το πνεύμα κριτικής τους και κάνει να γεννηθούν εικόνες με θετικό προσανατολισμό θα πρέπει να ενταθούν και να πολλαπλασιασθούν. Υπάρχουν ενθαρρυντικά στοιχεία. Ίσως θα έπρεπε οι οργανισμοί ραδιοφωνίας - επικοινωνίας μέσα στα προγράμματα που μεταδίδουν και ο τύπος στις καμπάνιες και στατιστικές που δημοσιεύει, να διευκολύνουν περισσότερο τους γονείς, τα παιδιά και τους έφηβους να εκφράσουν τις απόψεις τους. Όσον αφορά την επιμορφωτική πλευρά του θέματος σε προγράμματα από τη μικρή οθόνη, οικογενειακού ή παιδαγωγικού κύκλου, οι παιδαγωγοί είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι για να δώσουν τη γνώμη τους. Αυτή η διαπαιδαγώγηση (επιμόρφωση) πάντως, παίζει όπως, είδαμε, έναν αποφασιστικό ρόλο στην κοινωνική προσαρμογή του παιδιού και το βοηθά να αμυνθεί καλύτερα απέναντι στα νοσηρά αποτελέσματα της βίας μέσα στα μαζικά μέσα ενημερώσεως.